χόλιος: Difference between revisions

From LSJ

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, Α [[χόλος]]<br />οργισμένος, πολύ θυμωμένος.
|mltxt=-ία, -ον, Α [[χόλος]]<br />οργισμένος, πολύ θυμωμένος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''χόλιος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[χόλος]]), αγριεμένος, θυμωμένος, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 21:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χόλιος Medium diacritics: χόλιος Low diacritics: χόλιος Capitals: ΧΟΛΙΟΣ
Transliteration A: chólios Transliteration B: cholios Transliteration C: cholios Beta Code: xo/lios

English (LSJ)

α, ον,

   A angry, c. dat., AP9.165 (Pall.).

German (Pape)

[Seite 1363] auch 2 Endgn, zornig, zürnend, Pallad. 11 (IX, 165).

Greek (Liddell-Scott)

χόλιος: -α, -ον, καὶ ος, ον, πλήρης χόλου, ὠργισμένος οἶδεν Ὅμηρος, καὶ Δία συγγράψας τῇ γαμετῇ χόλιον Ἀνθ. Παλ. 9. 165.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
irrité.
Étymologie: χόλος.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α χόλος
οργισμένος, πολύ θυμωμένος.

Greek Monotonic

χόλιος: -α, -ον και -ος, -ον (χόλος), αγριεμένος, θυμωμένος, σε Ανθ.