ἐπισκευαστής: Difference between revisions
From LSJ
(13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (θηλ. επισκευάστρια) (AM [[ἐπισκευαστής]]) [[επισκευάζω]]<br />αυτός που επισκευάζει, που επιδιορθώνει. | |mltxt=ο (θηλ. επισκευάστρια) (AM [[ἐπισκευαστής]]) [[επισκευάζω]]<br />αυτός που επισκευάζει, που επιδιορθώνει. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπισκευαστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που εξοπλίζει, προετοιμάζει, ή επιδιορθώνει, σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:32, 30 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who equips or repairs, πομπείων D.22.78, etc.; τῶν ἱερῶν Lex ap.Ath.6.235d, Arist.Ath.50.1, Ἀρχ.Ἐφ.1923.39 (Oropus, iv B.C.).
German (Pape)
[Seite 978] ὁ, der in Stand Setzende, Ausrüstende, τῶν πομπείων Dem. 24, 186; τῶν ἱερῶν (ἱερέων ist f. L,) im Gesetz bei Ath. VI, 235, d; bei Schol. Thuc. 1, 29 ὁ τῶν σαθρῶν οἰκοδόμος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισκευαστής: -οῦ, ὁ, ὁ παρασκευάζων ἢ διορθώνων, τῶν πομπείων Δημ. 618. 4, κτλ.· τῶν ἱερῶν Νόμ. παρ’ Ἀθην. 235D.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui s’occupe de préparer, d’organiser.
Étymologie: ἐπισκευάζω.
Greek Monolingual
ο (θηλ. επισκευάστρια) (AM ἐπισκευαστής) επισκευάζω
αυτός που επισκευάζει, που επιδιορθώνει.
Greek Monotonic
ἐπισκευαστής: -οῦ, ὁ, αυτός που εξοπλίζει, προετοιμάζει, ή επιδιορθώνει, σε Δημ.