ἀπόσκηνος: Difference between revisions
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπόσκηνος]], -ον (Α)<br />αυτός που στρατοπεδεύει [[χωριστά]], που ζει και σιτίζεται [[μόνος]] του. | |mltxt=[[ἀπόσκηνος]], -ον (Α)<br />αυτός που στρατοπεδεύει [[χωριστά]], που ζει και σιτίζεται [[μόνος]] του. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπόσκηνος:''' -ον ([[σκηνή]]), αυτός που κατασκηνώνει [[χωριστά]], που ζει και τρέφεται [[μόνος]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (σκηνή)
A encamping apart, living and messing alone, opp. σύσσιτος, Id.Cyr.8.7.14.
German (Pape)
[Seite 324] (σκηνή), getrennt wohnend, nicht mit Andern zusammenlebend, Ggstz σύσσιτος Xen. Cyr. 8, 7, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόσκηνος: -ον, (σκηνὴ) ὁ κατασκηνῶν χωριστά, ὁ ζῶν καὶ τρεφόμενος κατ’ ἰδίαν, ἀντιθέτως πρὸς τὸ σύσσιτος, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vit à part, litt. sous une tente à part.
Étymologie: ἀπό, σκηνή.
Spanish (DGE)
-ον
que es de otra tienda οἰκειότεροι ... σύσσιτοι ἀποσκήνων son más familiares los compañeros que los de otra tienda X.Cyr.8.7.14.
Greek Monolingual
ἀπόσκηνος, -ον (Α)
αυτός που στρατοπεδεύει χωριστά, που ζει και σιτίζεται μόνος του.
Greek Monotonic
ἀπόσκηνος: -ον (σκηνή), αυτός που κατασκηνώνει χωριστά, που ζει και τρέφεται μόνος, σε Ξεν.