ἀπονεμητέον: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
(big3_6)
(3)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[hay que asignar]] gener. c. ac. y dat. ἑκάστοις τὰ οἰκεῖα ... [[ἀπονεμητέον]] Arist.<i>EN</i> 1165<sup>a</sup>18, τῷ Θεῷ τινα ἰδιάζουσαν ὑπεροχήν Chrys.M.61.214, σὺν κόσμῳ προσήκοντι τὸ πρέπον ἀ. Isid.Pel.<i>Ep</i>.M.78.1064C, cf. Clem.Al.<i>Strom</i>.7.16.101, Ptol.<i>Iudic</i>.15.8, Aristid.Quint.68.2.
|dgtxt=[[hay que asignar]] gener. c. ac. y dat. ἑκάστοις τὰ οἰκεῖα ... [[ἀπονεμητέον]] Arist.<i>EN</i> 1165<sup>a</sup>18, τῷ Θεῷ τινα ἰδιάζουσαν ὑπεροχήν Chrys.M.61.214, σὺν κόσμῳ προσήκοντι τὸ πρέπον ἀ. Isid.Pel.<i>Ep</i>.M.78.1064C, cf. Clem.Al.<i>Strom</i>.7.16.101, Ptol.<i>Iudic</i>.15.8, Aristid.Quint.68.2.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπονεμητέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀπονέμω]], πρέπει [[κάποιος]] να απονείμει, σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 21:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπονεμητέον Medium diacritics: ἀπονεμητέον Low diacritics: απονεμητέον Capitals: ΑΠΟΝΕΜΗΤΕΟΝ
Transliteration A: aponemētéon Transliteration B: aponemēteon Transliteration C: aponemiteon Beta Code: a)ponemhte/on

English (LSJ)

   A one must assign, Arist.EN1165a18.    2 ἀπονεμ-ητέος, α, ον, to be assigned, φρόνησις ἐν -τέοις Zeno Stoic.1.49, Chrysipp.ib.3.72.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπονεμητέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀπονέμω, δεῖ ἀπονέμειν, ἑκάστοις τὰ οἰκεῖα καὶ ἁρμόττοντα ἀπονεμητέον Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 2, 7. 2) ἀπονεμητέος, α, ον, ὃν πρέπει νὰ ἀπονείμῃ τις, Φίλων 1. 56, ὅρα μὴ οὐκ ἄλλη μὲν ἀνδράσιν, ἄλλη δὲ ἐσθὴς ἀπονεμητέα γυναιξὶν Κλήμ. Ἀλ. 234.

Spanish (DGE)

hay que asignar gener. c. ac. y dat. ἑκάστοις τὰ οἰκεῖα ... ἀπονεμητέον Arist.EN 1165a18, τῷ Θεῷ τινα ἰδιάζουσαν ὑπεροχήν Chrys.M.61.214, σὺν κόσμῳ προσήκοντι τὸ πρέπον ἀ. Isid.Pel.Ep.M.78.1064C, cf. Clem.Al.Strom.7.16.101, Ptol.Iudic.15.8, Aristid.Quint.68.2.

Greek Monotonic

ἀπονεμητέον: ρημ. επίθ. του ἀπονέμω, πρέπει κάποιος να απονείμει, σε Αριστ.