ἄποπτος: Difference between revisions
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄποπτος]], -ον (Α) [[οπτός]]<br /><b>1.</b> [[ορατός]] από [[μακριά]]<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται έξω από το οπτικό [[πεδίο]], πολύ [[μακριά]]<br /><b>3.</b> ο [[μόλις]], με [[δυσκολία]] [[ορατός]]. | |mltxt=[[ἄποπτος]], -ον (Α) [[οπτός]]<br /><b>1.</b> [[ορατός]] από [[μακριά]]<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται έξω από το οπτικό [[πεδίο]], πολύ [[μακριά]]<br /><b>3.</b> ο [[μόλις]], με [[δυσκολία]] [[ορατός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄποπτος:''' -ον (<i>ἀπόψομαι</i>, μέλ. του [[ἀφοράω]]), αυτός που βρίσκεται [[πολύ]] [[μακριά]], [[εκτός]] του οπτικού πεδίου κάποιου, αυτος τον οποίο δεν μπορεί να δει [[κάποιος]] λόγω αποστάσεως, με γεν., σε Σοφ.· απόλ., αυτός που βρίσκεται [[μακριά]], στον ίδ.· <i>ἐξ ἀπόπτου</i>, εξ αποστάσεως, από κάποια [[απόσταση]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (ἀπόψομαι)
A seen or to be seen from a place, ὅπως μὴ ἄ. ἔσται ἡ κορινθία ἀπὸ τοῦ χώματος Arist.Pol.1274a40, cf. Arr.Ind.4.7; ἐν ἀπόπτω ἔχειν in a conspicuous place, Id.An.2.10.3; ἐν ἀ. εἱστιᾶσθαι J.AJ13.14.2, etc. II out of sight of, far away from, τοῦδ' ἄποπτος ἄστεως S.OT762; ἄποπτος ἡμῶν Id.El.1489: abs., Far away, ἐξ ἀπόπτου μᾶλλον ἢ ἐγγύθεν σκοπεῖν Id.Ph.467; ὡς ἐξ ἀ. θεώμενος Pl.Ax. 369a; τόπος ἐξ ἀπόπτου καταφανής Plu.Eum.15; οὐδ' ἐξ ἀ. Phld.Rh.1.149S., Piet.27, cf. Gal.4.628. 2 dimly seen, S.Aj.15. 3 out of sight, ἐν ἀπόπτω τίθενται τὸν χάρακα D.H.2.54; ἐξ ἀπόπτου τῶν Ῥωμαίων παρεμβαλόντες Id.6.14.
German (Pape)
[Seite 320] von oben herab, von fernher gesehen, VLL. πόῤῥωθεν ὁρώμενον, ὑψηλότατον, u. geradezu fern, ὡς πλεῖστον εἴη τοῦδ' ἄποπτος ἄστεως Soph. O. R. 762; Soph. Ai. 15 erkl. Schol. ἀόρατος, ungeschen, welche Bdtg es erst bei sehr Sp. hat, vgl. Lob. zu d. St.; ἄποπτον ἡμῶν, fern von uns, El. 1481; ἐξ ἀπόπτου σκοπεῖν, dem ἐγγύθεν entgegengesetzt, Phil. 465; wie Plat. Ax. 369 a; Ael. H. A. 7, 21; ἐν ἀπόπτῳ, in der Ferne, dah. unbemerkt, D. Hal. 2, 54; übh. sichtbar, ἄποπτόν ἐστί τι.ἀπό τινος, man hat von einem Orte aus die Aussicht wonach hin, Arist. pol. 2, 9; ἐν ἀπόπτῳ ἔχειν τι, etwas im Gesichtskreis haben, Arr. An. 2, 10, 4; ἡ στρατοπεδεία καταφανὴς ἦν καὶ ἄπ. Plut. Lucull. 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἄποπτος: -ον, (ἀπόψομαι) πόρρωθεν ὁρώμενος, ὁρατὸς ἀπό τινος μέρους, ὅπως μὴ ἄπ. ἔσται ἡ Κορινθία ἀπὸ τοῦ χώματος Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 9· καί περ ἐν ἀπόπτῳ ἤδη ἔχων τὴν Δαρείου δύναμιν, ἐν ὄψει, Ἀρρ. Ἀν. 2. 10, 3· ἐν ἀπ. εἰστιᾶσθαι Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 13. 14, 2, κτλ. ΙΙ. ὁ μακρὰν τῆς ὄψεως, ὡς πλεῖστον εἴη τοῦδ’ ἄποπτος ἄστεως Σοφ. Ο. Τ. 762· ἄποπτος ἡμῶν ὁ αὐτ. Ἠλ. 1489: - ἀπολ., μακράν, κἄν ἄποπτος ᾖς ὅμως ὁ αὐτ. Αἴ. 17, ἔνθα ἴδε Λοβ.· ἐξ ἀπόπτου μᾶλλον ἢ ’γγύθεν σκοπεῖν, πόρρωθεν μᾶλλον κτλ., Σοφ. Φ. 467· ὡς ἐξ ἀπ. θεώμενος Πλάτ. Ἀξ. 369Α. 3) ἀμυδρῶς ὁρώμενος, Διον. Ἁλ. 2. 54· ἀόρατος, Κύριλλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. qu’on voit seulement de loin : ἐξ ἀπόπτου de loin;
II. placé hors de la vue :
1 invisible : ἄποπτος ἡμῶν SOPH invisible pour nous, sel. d’autres vu de loin par nous;
2 éloigné : τοῦ ἄστεως SOPH de la ville.
Étymologie: ἀπό, ὄψομαι.
English (Slater)
ἄποπτος sign. incert.: ?
1 far off, not to be seen ἴδον τ' ἄποπτα[ Δ. 4. 39.
Spanish (DGE)
-ον
visible ὅπως μὴ ἄ. ἔσται ἡ Κορινθία ἀπὸ τοῦ χώματος Arist.Pol.1274a40
•subst. ἐν ἀπόπτῳ ἔχειν habitar en un lugar visible Arr.An.2.1073, ἑστιώμενος ἐν ἀπόπτῳ I.AI 13.380, ἐν ἀπόπτῳ τίθενται τὸν χάρακα D.H.2.54, cf. Arr.Ind.4.7.
-ον
I 1invisible de Atenea, S.Ai.15
•c. gen. de pers. invisible para de Egisto ἄποπτον ἡμῶν S.El.1489.
2 lejano, distante, fuera de la vista c. gen. τοῦδ' ἄποπτος ἄστεως S.OT 762
•ἐξ ἀπόπτου desde lejos πλοῦν μὴ ἐξ ἀπόπτου μᾶλλον ἢ ἐγγύθεν σκοπεῖν considerar la partida no como algo lejano, sino como algo próximo S.Ph.467, ὡς ἐξ ἀ. θεώμενος Pl.Ax.369a, οὐδ' ἐξ ἀ. Phld.Rh.1.149, Piet.p.147, ἐξ ἀπόπτου τῶν Ῥωμαίων παρεμβαλόντες D.H.6.14, cf. Plu.Eum.15, POxy.2190.27 (I d.C.), Gal.4.628, Ael.NA 7.21.
II adv. -ως fuera de la vista, ocultamente ἦν ... τοῖς ἰδιώταις ἀ. Lyd.Mag.3.59.
Greek Monolingual
ἄποπτος, -ον (Α) οπτός
1. ορατός από μακριά
2. αυτός που βρίσκεται έξω από το οπτικό πεδίο, πολύ μακριά
3. ο μόλις, με δυσκολία ορατός.
Greek Monotonic
ἄποπτος: -ον (ἀπόψομαι, μέλ. του ἀφοράω), αυτός που βρίσκεται πολύ μακριά, εκτός του οπτικού πεδίου κάποιου, αυτος τον οποίο δεν μπορεί να δει κάποιος λόγω αποστάσεως, με γεν., σε Σοφ.· απόλ., αυτός που βρίσκεται μακριά, στον ίδ.· ἐξ ἀπόπτου, εξ αποστάσεως, από κάποια απόσταση, στον ίδ.