ἀπρόθυμος: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπρόθυμος]], -ον)<br />αυτός που στερείται προθυμίας, που διστάζει να κάνει [[κάτι]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπρόθυμος]], -ον)<br />αυτός που στερείται προθυμίας, που διστάζει να κάνει [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπρόθῡμος:''' -ον, αυτός που δεν διαθέτει ζήλο ή δεν είναι [[έτοιμος]], απαράσκευος, [[ανέτοιμος]], [[διστακτικός]], σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
}}

Revision as of 21:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρόθῡμος Medium diacritics: ἀπρόθυμος Low diacritics: απρόθυμος Capitals: ΑΠΡΟΘΥΜΟΣ
Transliteration A: apróthymos Transliteration B: aprothymos Transliteration C: aprothymos Beta Code: a)pro/qumos

English (LSJ)

ον,

   A unready, backward, Hdt.7.220, Th.4.86, X.An.6.2.7, etc. Adv. -μως Pl.Lg.665e.

German (Pape)

[Seite 338] nicht bereitwillig, ungern, καὶ οὐκ ἐθέλων Her. 7, 220; Thuc. 4, 86; Xen. An. 6, 2, 7; καὶ ἄκων Plut. – Adv. ἀπροθύμως, Plat. Legg. 665 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόθῡμος: -ον, ὁ μὴ πρόθυμος, ὁ διστάζων, Ἡρόδ. 7. 220, Θουκ. 4. 86, κτλ. - Ἐπίρρ. μως Πλάτ. 665Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui manque de bonne volonté, d’ardeur.
Étymologie: ἀ, πρόθυμος.

Spanish (DGE)

-ον
I arredrado, remiso, falto de ardor σύμμαχοι Hdt.7.220, Th.8.32, εἴ τις ... ἀ. ἐστι Th.4.86, cf. X.An.6.2.7, Plu.2.438b, Mac.Aeg.Serm.C 6.4.
II adv. -ως sin ardor, sin ímpetu ὑπηρετεῖν X.HG 1.6.4, ἐργάζεσθαι Pl.Lg.665e.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπρόθυμος, -ον)
αυτός που στερείται προθυμίας, που διστάζει να κάνει κάτι.

Greek Monotonic

ἀπρόθῡμος: -ον, αυτός που δεν διαθέτει ζήλο ή δεν είναι έτοιμος, απαράσκευος, ανέτοιμος, διστακτικός, σε Ηρόδ., Θουκ.