ἄσις: Difference between revisions
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄσις]], η (Α)<br />η [[ιλύς]], η [[λάσπη]] που αφήνουν τα ποτάμια όταν ξεχειλίζουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>asita</i> «[[σκοτεινός]], [[μαύρος]]», ενώ το <i>α</i>- του τ. ανάγεται σε ινδοευρ. <i>ņ</i> [[μετά]] από το οποίο διατηρείται το <i>s</i>. Η [[σύνδεση]] εξάλλου της λ. με την ινδοευρωπαϊκή [[ρίζα]] <i>ak</i>- «[[μυτερός]], [[οξύς]], [[αιχμηρός]]» και η επακόλουθη [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για θρακικό [[δάνειο]] δεν φαίνεται πειστική].———————— <b>(II)</b><br />ἆσις, η (Μ) [[άδω]]<br />το [[τραγούδι]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄσις]], η (Α)<br />η [[ιλύς]], η [[λάσπη]] που αφήνουν τα ποτάμια όταν ξεχειλίζουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>asita</i> «[[σκοτεινός]], [[μαύρος]]», ενώ το <i>α</i>- του τ. ανάγεται σε ινδοευρ. <i>ņ</i> [[μετά]] από το οποίο διατηρείται το <i>s</i>. Η [[σύνδεση]] εξάλλου της λ. με την ινδοευρωπαϊκή [[ρίζα]] <i>ak</i>- «[[μυτερός]], [[οξύς]], [[αιχμηρός]]» και η επακόλουθη [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για θρακικό [[δάνειο]] δεν φαίνεται πειστική].———————— <b>(II)</b><br />ἆσις, η (Μ) [[άδω]]<br />το [[τραγούδι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄσις:''' [ᾰ], -εως, ἡ, [[λάσπη]], όπως αυτή που κατεβάζει ο [[ποταμός]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:44, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], εως, ἡ,
A slime, mud, Il.21.321, Nic.Th.176; ἐκ θαλάσσης Charito 2.2; cf. ἄσις· κόνις, ἢ εἶδος ὀρνέου, Hsch.
German (Pape)
[Seite 370] ιος, ἡ, Schlamm eines Flusses, Il. 21, 321 u. sp. D., wie Nic. Th. 175 Opp. H. 3, 433.
French (Bailly abrégé)
ιος (ἡ) :
limon d’un fleuve, fange.
Étymologie: cf. ἄση.
English (Autenrieth)
slime, Il. 21.321†.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
limo, cieno τόσσην οἱ ἄσιν καθύπερθε καλύψω Il.21.321, εἰς ἅλα Νεῖλος ... κατέχευεν ἄσιν Nic.Th.176, ἄσιν ἁλὸς ... φέρβεται Opp.H.3.433, ἐκ μακρᾶς οὖν θαλάσσης ἀπόλουσαι τὴν ἄσιν Charito 2.2.2, ὕδατι τὴν ἄσιν ἀποκαθήραντες Poll.1.49, cf. ἄσιν· ἀκαθαρσίαν Hsch.α 7655.
• Etimología: Etim. desc. Quizá rel. ai. ásita ‘negro’ y ἀ- < *n̥-.
Greek Monolingual
(I)
ἄσις, η (Α)
η ιλύς, η λάσπη που αφήνουν τα ποτάμια όταν ξεχειλίζουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι συνδέεται με το αρχ. ινδ. asita «σκοτεινός, μαύρος», ενώ το α- του τ. ανάγεται σε ινδοευρ. ņ μετά από το οποίο διατηρείται το s. Η σύνδεση εξάλλου της λ. με την ινδοευρωπαϊκή ρίζα ak- «μυτερός, οξύς, αιχμηρός» και η επακόλουθη υπόθεση ότι πρόκειται για θρακικό δάνειο δεν φαίνεται πειστική].———————— (II)
ἆσις, η (Μ) άδω
το τραγούδι.
Greek Monotonic
ἄσις: [ᾰ], -εως, ἡ, λάσπη, όπως αυτή που κατεβάζει ο ποταμός, σε Ομήρ. Ιλ.