ἀρχέκακος: Difference between revisions
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
(6) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀρχέκακος]], -ον (AM)<br />αυτός που έκανε την [[αρχή]] στο [[κακό]], ο [[πρωταίτιος]] του κακού. | |mltxt=[[ἀρχέκακος]], -ον (AM)<br />αυτός που έκανε την [[αρχή]] στο [[κακό]], ο [[πρωταίτιος]] του κακού. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀρχέκᾰκος:''' -ον ([[κακόν]]), [[πρωταίτιος]] κακού, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A beginning mischief, Il.5.63, Plu.2.861a, Hld.1.9, Ph.1.359, al., Porph.Chr.49.22.
German (Pape)
[Seite 365] unheilstiftend, Il. 5, 63; Coluth. 9; Heliod. 1, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχέκᾰκος: -ον, ὁ πρωταίτιος τοῦ κακοῦ, ὃς καὶ Ἀλεξάνδρῳ τεκτήνατο νῆας ἐΐσας ἀρχεκάκους, «ἀρχὴν τῶν κακῶν παρασχούσας» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 63, Πλούτ. 2. 861Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
principe de mal, source de mal.
Étymologie: ἄρχω, κακός.
English (Autenrieth)
beginning mischief, Il. 5.63†.
Spanish (DGE)
(ἀρχέκᾰκος) -ον
que es el origen del mal νῆας ... ἀρχεκάκους, αἳ πᾶσι κακὸν Τρώεσσι γένοντο Il.5.63, (ναῦς) ἀρχεκάκους τολμήσας (sc. Heródoto) προσειπεῖν Plu.2.861b, cf. Colluth.9, ὁδός Eun.VS 501, de pers. y dioses γύναιον Hld.1.9.1, Δίονυσος Nonn.D.48.805, Δαναός Nonn.D.4.253, θηλύτεραι Nonn.D.8.213, δαίμων Nonn.Par.Eu.Io.17.15, Eust.Op.254.2, Φέρεκλος Colluth.196, πολιήτης Colluth.392, οὐχ ὡς ἀρχέκακον ἀμύνεται Eust.Op.115.87, de abstr. ἀπαιδευσία Ph.1.359
•subst. τὸ ἀρχέκακον causa del mal de la soberbia τὸ πάθος τοῦ ἀρχεκάκου Origenes M.13.813A, cf. Ph.1.359
•de pers. ὁ ἀ. Porph.Chr.49.22
•simpl. causante de pers. ἀ. μύθων ἀθέων Clem.Al.Prot.2.13.
Greek Monolingual
ἀρχέκακος, -ον (AM)
αυτός που έκανε την αρχή στο κακό, ο πρωταίτιος του κακού.
Greek Monotonic
ἀρχέκᾰκος: -ον (κακόν), πρωταίτιος κακού, σε Ομήρ. Ιλ.