αὐτοκτονέω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
(big3_7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[darse muerte por sí mismo]], [[matarse mutuamente]] ἀδελφὼ δύο ... αὐτοκτονοῦντες S.<i>Ant</i>.56.
|dgtxt=[[darse muerte por sí mismo]], [[matarse mutuamente]] ἀδελφὼ δύο ... αὐτοκτονοῦντες S.<i>Ant</i>.56.
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐτοκτονέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σκοτώνω]] τον εαυτό μου, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 21:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοκτονέω Medium diacritics: αὐτοκτονέω Low diacritics: αυτοκτονέω Capitals: ΑΥΤΟΚΤΟΝΕΩ
Transliteration A: autoktonéō Transliteration B: autoktoneō Transliteration C: aftoktoneo Beta Code: au)toktone/w

English (LSJ)

   A slay one another, restored in S.Ant. 56 for the f.l. αὐτοκτενοῦντε.

German (Pape)

[Seite 398] sich selbst od. gegenseitig morden, Aesch. Sept. 716, wie Soph. Ant. 56 aus Emendation, denn αὐτοκτενοῦντε ist sprachwidrig gebildet; s. Lob. zu Phryn. 623.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοκτονέω: κτείνω ἰδίᾳ χειρί, ἀδελφὼ δύο μίαν καθ’ ἡμέραν αὐτοκτονοῦντε τὼ ταλαιπώρω μόρον κοινὸν κατειργάσαντ’ ἐπαλλήλοιν χεροῖν Σοφ. Ἀντ. 56, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb. Ἡ τῶν χειρογρ. γραφὴ εἶναι αὐτοκτενοῦντε καὶ αὐτοκτενοῦντες˙ ὁ Κοραῆς ἐν Ἡλιοδ. Αἰθ. τόμ. Β΄, σ. 7 λέγει: «ἀναγνωστέον αὑτοκτονοῦντε (ὅ ἐστιν ἑαυτοκτονοῦντε, ἤγουν ἀλληλοκτονοῦντε), ὀμικρογραφοῦντας τὴν τρίτην ἀπὸ τέλους».

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. part. prés.
s’entrégorger.
Étymologie: αὐτοκτόνος.

Spanish (DGE)

darse muerte por sí mismo, matarse mutuamente ἀδελφὼ δύο ... αὐτοκτονοῦντες S.Ant.56.

Greek Monotonic

αὐτοκτονέω: μέλ. -ήσω, σκοτώνω τον εαυτό μου, σε Σοφ.