ἀχυρός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀχυρός]] και ἄχυρος, ο (Α)<br />[[σωρός]] από άχυρα.
|mltxt=[[ἀχυρός]] και ἄχυρος, ο (Α)<br />[[σωρός]] από άχυρα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀχῡρός:''' ή ἄχῡρος, ὁ, στοίβα από άχυρα, σε Αριστοφ.· [[αλλά]] [[ἀχυρμός]] είναι πιθ. ο [[πραγματικός]] [[τύπος]].
}}
}}

Revision as of 21:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχῠρός Medium diacritics: ἀχυρός Low diacritics: αχυρός Capitals: ΑΧΥΡΟΣ
Transliteration A: achyrós Transliteration B: achyros Transliteration C: achyros Beta Code: a)xuro/s

English (LSJ)

or ἄχῡρος [ᾰ], ὁ,

   A chaff-heap, Eup.299, Ar.Fr.10D., Pl. Com.6, and in the best Mss. of Ar.V.1310: but ἀχυρμός should be read.

German (Pape)

[Seite 420] ὁ, Spreuhaufe, att. für ἀχυρών, nach Phryn. B. A. p. 7, der wie Arcad. p. 72, 5 den Accent so angiebt, aber hinzufügt εἴρηται καὶ ἄχυρος Eupol. bei Schol. Ar. Vesp. 1310.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. ἀχυρμός.

Spanish (DGE)

(ἀχῠρός) -οῦ, ὁ

• Alolema(s): ἄχυρος Hsch.

• Prosodia: [ᾰ-ῠ- según Phot.α 3470]
pajar καιόμενον τὸν ἀχυρόν Ar.Fr.234, cf. Eup.321, Pl.Com.6, Phryn.PS p.9, Hsch., Phot.l.c., Eust.1698.30.

Greek Monolingual

ἀχυρός και ἄχυρος, ο (Α)
σωρός από άχυρα.

Greek Monotonic

ἀχῡρός: ή ἄχῡρος, ὁ, στοίβα από άχυρα, σε Αριστοφ.· αλλά ἀχυρμός είναι πιθ. ο πραγματικός τύπος.