αὐτόπτης: Difference between revisions

3
(7)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[αὐτόπτης]], ο, θηλ. αὐτόπτις, η)<br />αυτός που είδε [[κάτι]] με τα [[ίδια]] του τα μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτ</i>-(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>οπτης</i> <span style="color: red;"><</span> <i>οπ</i>-, <i>όπωπα</i> (παρακμ. του <i>ορώ</i>) (<b>[[πρβλ]].</b> [[επόπτης]], [[υπερόπτης]])].
|mltxt=ο (AM [[αὐτόπτης]], ο, θηλ. αὐτόπτις, η)<br />αυτός που είδε [[κάτι]] με τα [[ίδια]] του τα μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτ</i>-(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>οπτης</i> <span style="color: red;"><</span> <i>οπ</i>-, <i>όπωπα</i> (παρακμ. του <i>ορώ</i>) (<b>[[πρβλ]].</b> [[επόπτης]], [[υπερόπτης]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐτόπτης:''' -ου, ὁ ([[ὄψομαι]], μέλ. του [[ὁράω]]), αυτός που βλέπει ο [[ίδιος]] με τα μάτια του, [[αυτόπτης]] [[μάρτυρας]], σε Ηρόδ.
}}
}}