βαπτός: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαπτός]], -ή, -όν (Α) [[βάπτω]]<br /><b>1.</b> [[βαμμένος]], [[χρωματιστός]]<br /><b>2.</b> [[κατάλληλος]] να χρησιμοποιηθεί για [[βαφή]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «βαπτάν κάλπισι παγάν» — [[πηγή]] από την οποία αντλούν [[νερό]] με [[δοχείο]] (<b>Ευρ.</b>).
|mltxt=[[βαπτός]], -ή, -όν (Α) [[βάπτω]]<br /><b>1.</b> [[βαμμένος]], [[χρωματιστός]]<br /><b>2.</b> [[κατάλληλος]] να χρησιμοποιηθεί για [[βαφή]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «βαπτάν κάλπισι παγάν» — [[πηγή]] από την οποία αντλούν [[νερό]] με [[δοχείο]] (<b>Ευρ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''βαπτός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I. 1.</b> βουτηγμένος, βυθισμένος, χρωματισμένος, [[βαμμένος]]· αυτός που έχει λαμπρό [[χρώμα]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[βάψιμο]], <i>χρώματα</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για το [[νερό]], που αντλείται μέσω αγγείων που βυθίζονται σε αυτό (πρβλ. [[βάπτω]]), σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 21:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαπτός Medium diacritics: βαπτός Low diacritics: βαπτός Capitals: ΒΑΠΤΟΣ
Transliteration A: baptós Transliteration B: baptos Transliteration C: vaptos Beta Code: bapto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A dipped, dyed, D.S.5.30; bright-coloured, ὄρνις Ar.Av.287; ἱμάτια Id.Pl.530; τὰ βάπτ' ἔχοντες dyed, i.e. black, garments, Hegesipp.1.13, cf. Plu.Ages.30.    2 for dyeing, χρώματα Pl.Lg.847c.    II of water, drawn by dipping vessels, E.Hipp.123 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 431] 1) eingetaucht, gefärbt, bes. von Kleidern, bunt, Ar. Plut. 530 u. sonst; Hegesipp. Ath. VII, 290 c (v. 13), Trauerkleid; χρῶμα Plut. Ages. 30. – 2) zu schöpfen, geschöpft, Eur. Hipp. 123 πηγή.

Greek (Liddell-Scott)

βαπτός: -ή, -όν, βουτημένος, βεβαμμένος, Διόδ. 5. 30· λαμπρὸν ἔχων χρῶμα, ὄρνις Ἀριστοφ. Ὄρν. 287· ἱμάτια ὁ αὐτ. Πλ. 530·

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 plongé (dans un liquide) ; teint;
2 où l’on peut puiser.
Étymologie: adj. verb. de βάπτω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que sirve para teñir, tintóreo χρώματα Pl.Lg.847c.
2 teñido gener. de vestidos ἱμάτιον Luc.Nigr.14, χιτών D.S.5.30, Poll.4.120, βαπτῇ πορφύρεον κυάνῳ AP 6.229 (Crin.), τριβώνιον D.Chr.4.96, (στολή) PMich.Teb.121re.2.2.9 (I d.C.)
subst. τὰ βαπτά telas teñidas, UPZ 83.8 (II a.C.)
de colores vivos ὄρνις Ar.Au.287, ἱμάτια Pl.530, τιάραι LXX Ez.23.15
de color oscuro o negro τρίβωνάς τε προσερραμμένους χρώματος βαπτοῦ Plu.Ages.30
subst. τὰ βαπτά vestidos de color oscuro τὰ βάπτ' ἔχοντες Hegesipp.Com.1.13, cf. Hsch.
II del agua recogida con un recipiente βαπτὰν κάλπισι παγὰν ῥυτὰν προιεῖσα κρημνῶν que hacen brotar de sus cumbres un manantial de agua viva que recogen con cántaros E.Hipp.123.

Greek Monolingual

βαπτός, -ή, -όν (Α) βάπτω
1. βαμμένος, χρωματιστός
2. κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για βαφή
3. φρ. «βαπτάν κάλπισι παγάν» — πηγή από την οποία αντλούν νερό με δοχείο (Ευρ.).

Greek Monotonic

βαπτός: -ή, -όν,
I. 1. βουτηγμένος, βυθισμένος, χρωματισμένος, βαμμένος· αυτός που έχει λαμπρό χρώμα, σε Αριστοφ.
2. ο κατάλληλος για βάψιμο, χρώματα, σε Πλάτ.
II. λέγεται για το νερό, που αντλείται μέσω αγγείων που βυθίζονται σε αυτό (πρβλ. βάπτω), σε Ευρ.