βοηθός: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein

Menander, Monostichoi, 76
(7)
(3)
Line 16: Line 16:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η (AM [[βοηθός]])<br />[[εκείνος]] που προσφέρει [[βοήθεια]], [[αρωγός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[προστάτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[συνεργάτης]] ο [[συμπαραστάτης]]<br /><b>2.</b> ο εργαζόμενος υπό την [[εποπτεία]] ή [[διεύθυνση]] προϊσταμένου<br /><b>3.</b> ο [[μαθητευόμενος]] σε κάποια [[τέχνη]]<br /><b>4.</b> [[τίτλος]] επιστήμονα που εργάζεται σε ανώτατο εκπαιδευτικό [[ίδρυμα]] ή ερευνητικό [[κέντρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βοηθώ]] με υποχωρητικό σχηματισμό ή [[βοηθός]] <span style="color: red;"><</span> <i>βοηθο</i>[[F]]<i>ος</i> (<i>βo</i>[[F]]<i>ā</i><i>θo</i>[[F]]<i>oς</i>) με [[συναίρεση]]].
|mltxt=ο, η (AM [[βοηθός]])<br />[[εκείνος]] που προσφέρει [[βοήθεια]], [[αρωγός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[προστάτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[συνεργάτης]] ο [[συμπαραστάτης]]<br /><b>2.</b> ο εργαζόμενος υπό την [[εποπτεία]] ή [[διεύθυνση]] προϊσταμένου<br /><b>3.</b> ο [[μαθητευόμενος]] σε κάποια [[τέχνη]]<br /><b>4.</b> [[τίτλος]] επιστήμονα που εργάζεται σε ανώτατο εκπαιδευτικό [[ίδρυμα]] ή ερευνητικό [[κέντρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βοηθώ]] με υποχωρητικό σχηματισμό ή [[βοηθός]] <span style="color: red;"><</span> <i>βοηθο</i>[[F]]<i>ος</i> (<i>βo</i>[[F]]<i>ā</i><i>θo</i>[[F]]<i>oς</i>) με [[συναίρεση]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βοηθός:''' -όν, συντετμ. [[τύπος]] του <i>βοη-θόος</i>, [[βοηθητικός]], [[ενισχυτικός]], [[επικουρικός]], σε Θουκ.· και ως ουσ., [[βοηθός]], [[αρωγός]], σε Ηρόδ., Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 21:56, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 451] όν, = vor., helfend, beistehend, Her. 5. 77; νῆες 5, 97; Thuc. 1, 45; subst., der Helfer, τινί Antiph. 1, 2; Xen. Cyr. 5, 3, 19 u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui vient au secours de ; ὁ βοηθός auxiliaire de, défenseur de, τινι.
Étymologie: cf. βοηθόος.

English (Abbott-Smith)

βοηθός, -ον (v.s. βοηθέω), [in LXX chiefly for עזר;]
1.(poët. -όος), hasting to the war-cry (Hom.).
2.helping, auxiliary; as subst. (Hdt.), a helper: He 13:6 (LXX).†

English (Strong)

from βοή and theo (to run); a succorer: helper.

English (Thayer)

βοηθόν, helping (νεης, Herodotus 5,97; στήριγμα, Herodotus down) a helper: Sept.).

Greek Monolingual

ο, η (AM βοηθός)
εκείνος που προσφέρει βοήθεια, αρωγός
μσν.- νεοελλ.
προστάτης
νεοελλ.
1. ο συνεργάτης ο συμπαραστάτης
2. ο εργαζόμενος υπό την εποπτεία ή διεύθυνση προϊσταμένου
3. ο μαθητευόμενος σε κάποια τέχνη
4. τίτλος επιστήμονα που εργάζεται σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή ερευνητικό κέντρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βοηθώ με υποχωρητικό σχηματισμό ή βοηθός < βοηθοFος (βoFāθoF) με συναίρεση].

Greek Monotonic

βοηθός: -όν, συντετμ. τύπος του βοη-θόος, βοηθητικός, ενισχυτικός, επικουρικός, σε Θουκ.· και ως ουσ., βοηθός, αρωγός, σε Ηρόδ., Πλάτ.