γεραιόφλοιος: Difference between revisions
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
(8) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γεραιόφλοιος]], -ον (Α)<br />(για [[δέντρο]]) με γέρικο φλοιό, γεμάτο [[ρυτίδες]]. | |mltxt=[[γεραιόφλοιος]], -ον (Α)<br />(για [[δέντρο]]) με γέρικο φλοιό, γεμάτο [[ρυτίδες]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γεραιόφλοιος:''' -ον, αυτός που έχει γερασμένο και ρυτιδιασμένο [[δέρμα]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with old, wrinkled skin, σῦκα AP6.102 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 485] mit alter, runzlicher Rinde, σῦκα Philip. 20 (VI, 102).
Greek (Liddell-Scott)
γεραιόφλοιος: -ον, ἔχων πεπαλαιωμένον, ἐρρυτιδωμένον φλοιόν, δέρμα, Ἀνθ.II. 6. 102.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la peau ridée.
Étymologie: γεραιός, φλοιός.
Spanish (DGE)
-ον
de piel vieja, e.d. arrugada σῦκα AP 6.102 (Phil.).
Greek Monolingual
γεραιόφλοιος, -ον (Α)
(για δέντρο) με γέρικο φλοιό, γεμάτο ρυτίδες.
Greek Monotonic
γεραιόφλοιος: -ον, αυτός που έχει γερασμένο και ρυτιδιασμένο δέρμα, σε Ανθ.