3,274,216
edits
(8) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[δαίδαλος]], -ον)<br />(το αρσ. ως κύριο όνομα) <i>Δαίδαλος</i>, ο<br />[[μυθικός]] [[τεχνίτης]] και [[γλύπτης]] από την Κνωσσό, [[σύγχρονος]] του Μίνωος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[περίπλοκος]] [[διάδρομος]] ή [[σύστημα]] διαδρόμων όπου δεν [[είναι]] εύκολο να βρει [[κανείς]] την [[έξοδο]] («οι δαίδαλοι του ανακτόρου»)<br /><b>2.</b> περίπλοκη [[σειρά]] ([[κυρίως]] στη [[διατύπωση]]) την οποία δύσκολα παρακολουθεί [[κανείς]] («[[δαίδαλος]] επιχειρηματολογίας»)<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. <b>ως επίθ.</b><br /><b>1.</b> δουλεμένος περίτεχνα<br /><b>2.</b> [[πολύχρωμος]], [[κατάστικτος]]<br />II. <b>ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ. εν.) [[δαίδαλον]], το<br />[[κόσμημα]] ενδύματος<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ.</b>) α) καλλιτεχνήματα<br />β) γλυπτά έργα<br />γ) [[γιορτή]] της Ήρας στο Άργος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρ' όλο που ανήκουν στην [[ίδια]] γλωσσική [[οικογένεια]], δεν [[είναι]] δυνατόν να καθοριστεί με [[ακρίβεια]] η [[σχέση]] [[μεταξύ]] τών [[δαίδαλος]], [[δαίδαλον]], [[δαιδάλλω]]. Υποστηρίχτηκε ότι το [[δαιδάλλω]] [[είναι]] μετονοματικό παράγωγο τών [[δαίδαλος]], [[δαίδαλον]], ενώ κατ' άλλους το [[δαιδάλλω]] [[είναι]] [[παλαιός]] [[επιτατικός]] τ. ενεστώτα που σχηματίστηκε με αναδιπλασιασμό και του οποίου παράγωγα [[είναι]] τα [[δαίδαλος]], [[δαίδαλον]]. Οι δύο αυτές ετυμολογίες συγκλίνουν πιθ. σε μια [[κοινή]] ινδοευρ. [[προέλευση]] από [[ρίζα]] <i>del</i>- «[[σχίζω]], [[κλαδεύω]]», που απαντά ίσως και στα [[δέλτος]], [[δηλέομαι]] (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>dol</i><i>ō</i> «[[κόβω]], [[πελεκίζω]]», αρχ. ινδ. <i>dar</i>-<i>dar</i>(<i>ī</i>) -<i>ti</i> «[[σχίζω]]» <b>κ.ά.</b>) και [[κατά]] την οποία το θ. <i>δαιδαλ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>δαλδαλ</i>- με αναδιπλασιασμό και [[ανομοίωση]] του <i>δαλ</i> σε <i>δαι</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[παιπάλη]] <b>κ.ά.</b>). Σύμφωνα, [[τέλος]], με [[άλλη]] [[υπόθεση]], το [[δαίδαλον]] [[είναι]] [[λέξη]] μεσογειακής προελεύσεως, της οποίας παράγωγο [[είναι]] το [[δαιδάλλω]] και σύνθετο το [[πολυδαίδαλος]], από το οποίο αποσπάστηκε το [[δαίδαλος]]. | |mltxt=ο (Α [[δαίδαλος]], -ον)<br />(το αρσ. ως κύριο όνομα) <i>Δαίδαλος</i>, ο<br />[[μυθικός]] [[τεχνίτης]] και [[γλύπτης]] από την Κνωσσό, [[σύγχρονος]] του Μίνωος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[περίπλοκος]] [[διάδρομος]] ή [[σύστημα]] διαδρόμων όπου δεν [[είναι]] εύκολο να βρει [[κανείς]] την [[έξοδο]] («οι δαίδαλοι του ανακτόρου»)<br /><b>2.</b> περίπλοκη [[σειρά]] ([[κυρίως]] στη [[διατύπωση]]) την οποία δύσκολα παρακολουθεί [[κανείς]] («[[δαίδαλος]] επιχειρηματολογίας»)<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. <b>ως επίθ.</b><br /><b>1.</b> δουλεμένος περίτεχνα<br /><b>2.</b> [[πολύχρωμος]], [[κατάστικτος]]<br />II. <b>ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ. εν.) [[δαίδαλον]], το<br />[[κόσμημα]] ενδύματος<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ.</b>) α) καλλιτεχνήματα<br />β) γλυπτά έργα<br />γ) [[γιορτή]] της Ήρας στο Άργος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρ' όλο που ανήκουν στην [[ίδια]] γλωσσική [[οικογένεια]], δεν [[είναι]] δυνατόν να καθοριστεί με [[ακρίβεια]] η [[σχέση]] [[μεταξύ]] τών [[δαίδαλος]], [[δαίδαλον]], [[δαιδάλλω]]. Υποστηρίχτηκε ότι το [[δαιδάλλω]] [[είναι]] μετονοματικό παράγωγο τών [[δαίδαλος]], [[δαίδαλον]], ενώ κατ' άλλους το [[δαιδάλλω]] [[είναι]] [[παλαιός]] [[επιτατικός]] τ. ενεστώτα που σχηματίστηκε με αναδιπλασιασμό και του οποίου παράγωγα [[είναι]] τα [[δαίδαλος]], [[δαίδαλον]]. Οι δύο αυτές ετυμολογίες συγκλίνουν πιθ. σε μια [[κοινή]] ινδοευρ. [[προέλευση]] από [[ρίζα]] <i>del</i>- «[[σχίζω]], [[κλαδεύω]]», που απαντά ίσως και στα [[δέλτος]], [[δηλέομαι]] (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>dol</i><i>ō</i> «[[κόβω]], [[πελεκίζω]]», αρχ. ινδ. <i>dar</i>-<i>dar</i>(<i>ī</i>) -<i>ti</i> «[[σχίζω]]» <b>κ.ά.</b>) και [[κατά]] την οποία το θ. <i>δαιδαλ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>δαλδαλ</i>- με αναδιπλασιασμό και [[ανομοίωση]] του <i>δαλ</i> σε <i>δαι</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[παιπάλη]] <b>κ.ά.</b>). Σύμφωνα, [[τέλος]], με [[άλλη]] [[υπόθεση]], το [[δαίδαλον]] [[είναι]] [[λέξη]] μεσογειακής προελεύσεως, της οποίας παράγωγο [[είναι]] το [[δαιδάλλω]] και σύνθετο το [[πολυδαίδαλος]], από το οποίο αποσπάστηκε το [[δαίδαλος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δαίδᾰλος:''' -ον (αναδιπλ. από √<i>ΔΑΛ</i>),<br /><b class="num">I.</b> [[τεχνικά]] επεξεργασμένος ή περίτεχνα κατεργασμένος, [[περίτεχνος]], επεξεργασμένος με [[ακρίβεια]], [[λεπτοδουλεμένος]], σε Αισχύλ.· στον Όμηρ. μόνο στο ουδ. ως ουσ., <i>δαίδαλα πάντα</i>, περίτεχνα παντός είδους έργα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στον ενικ., σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> ως κύριο όνομα, [[Δαίδαλος]], <i>ὁ</i>, ο [[Δαίδαλος]], δηλ. ο [[επιδέξιος]] [[τεχνίτης]], ο [[καλλιτέχνης]], από την Κνωσό της Κρήτης, [[σύγχρονος]] του Μίνωα, ο [[οποίος]] αναφέρεται στην Ομήρ. Ιλ. ως ο [[δημιουργός]] του <i>χοροῦ</i> για την Αριάδνη. | |||
}} | }} |