δασύκνημος: Difference between revisions
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
(8) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δασύκνημος]], -ον<br />Α και δωρ. τ. δασύκναμος, -ον)<br />αυτός που έχει κνήμες με πυκνές [[τρίχες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δασύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κνημος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κνήμη]] «η [[γάμπα]]»]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[δασύκνημος]], -ον<br />Α και δωρ. τ. δασύκναμος, -ον)<br />αυτός που έχει κνήμες με πυκνές [[τρίχες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δασύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κνημος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κνήμη]] «η [[γάμπα]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δᾰσύκνημος:''' -ον ([[κνήμη]]), αυτός που έχει τριχωτά πόδια, λέγεται για τον Πάνα, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:04, 30 December 2018
English (LSJ)
Dor. -κναμος, ον,
A shaggy-legged, Πάν AP6.32 (Agath.); γέρων Nonn.D.13.45.
German (Pape)
[Seite 524] mit dichtbehaarten Schenkeln, Πάν Agath. 29 (VI, 32); Σείληνες Nonn. D. 13, 45.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰσύκνημος: -ον, ὁ ἔχων δασείας, κεκαλυμμένας διὰ τριχῶν κνήμας, Ἀνθ. Π. 6. 32.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux jambes velues.
Étymologie: δασύς, κνήμη.
Spanish (DGE)
(δᾰσύκνημος) -ον
• Alolema(s): dór. -κνᾱμος AP 6.32 (Agath.)
de pantorrillas velludas Πάν AP l.c., γενέθλη de los Silenos, Nonn.D.13.45
•velludo Πᾶνες ... ποσσὶ δασυκνήμοισι περισκαίροντες Nonn.D.9.203.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δασύκνημος, -ον
Α και δωρ. τ. δασύκναμος, -ον)
αυτός που έχει κνήμες με πυκνές τρίχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς + -κνημος < κνήμη «η γάμπα»].
Greek Monotonic
δᾰσύκνημος: -ον (κνήμη), αυτός που έχει τριχωτά πόδια, λέγεται για τον Πάνα, σε Ανθ.