διαβήτης: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
(9)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο ([[κατά]] τον Ησύχιο και [[διαβάτης]]) (ΑΝ) [[διαβαίνω]]<br />όργανο χάραξης κύκλων και σύγκρισης μικρών διαστημάτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> «[[σακχαρώδης]] [[διαβήτης]]» — [[νόσος]] που προκαλείται από τη [[διαταραχή]] του μεταβολισμού τών υδατανθράκων, με [[αποτέλεσμα]] την [[αύξηση]] του σακχάρου στο [[αίμα]] και την [[εμφάνιση]] σακχάρου στα [[ούρα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τά [[πάει]] όλα με τον διαβήτη» — ενεργεί με [[περίσκεψη]] και [[ακρίβεια]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σίφωνας]] για την [[άντληση]] και [[μετάγγιση]] υγρών.
|mltxt=ο ([[κατά]] τον Ησύχιο και [[διαβάτης]]) (ΑΝ) [[διαβαίνω]]<br />όργανο χάραξης κύκλων και σύγκρισης μικρών διαστημάτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> «[[σακχαρώδης]] [[διαβήτης]]» — [[νόσος]] που προκαλείται από τη [[διαταραχή]] του μεταβολισμού τών υδατανθράκων, με [[αποτέλεσμα]] την [[αύξηση]] του σακχάρου στο [[αίμα]] και την [[εμφάνιση]] σακχάρου στα [[ούρα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τά [[πάει]] όλα με τον διαβήτη» — ενεργεί με [[περίσκεψη]] και [[ακρίβεια]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σίφωνας]] για την [[άντληση]] και [[μετάγγιση]] υγρών.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαβήτης:''' -ου, ὁ ([[διαβαίνω]]), [[πυξίδα]], [[διαβήτης]] ονομαζόμενος έτσι από τα τεντωμένα και σε [[έκταση]] πόδια του, Λατ. [[circinus]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 22:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβήτης Medium diacritics: διαβήτης Low diacritics: διαβήτης Capitals: ΔΙΑΒΗΤΗΣ
Transliteration A: diabḗtēs Transliteration B: diabētēs Transliteration C: diavitis Beta Code: diabh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (διαβαίνω)

   A compass, so called from its outstretched legs, Ar.Nu.178, Av.1003.    2 carpenter's or stonemason's rule, ξύσας ὀρθὸν πρὸς διαβήτην IG12(2).11.20 (Lesbos), cf. ib.2.1054.10, Pl.Phlb.56b, Plu.2.802f, Sch.Il.2.765.    II siphon, Colum.3.10, HeroSpir.1.29.    III Medic., the disease diabetes, Aret.SD2.2, Philagr. ap. Orib.5.19.9, Gal.8.394.

Greek (Liddell-Scott)

διαβήτης: -ου, ὁ, (διαβαίνω) τὸ γνωστὸν ἐργαλεῖον κληθὲν οὕτως ἐκ τῶν διεστώτων αὐτοῦ σκελῶν, Λατ. circinus, Ἀριστοφ. Νεφ. 178, Ὄρν. 1003, Πλάτ. Φιλήβ. 56Β καὶ Πλουτ. 2. 802Ε. (Ἐν τοῖς δύο τελευταίοις χωρίοις πολλοὶ νομίζουσιν ὅτι σημαίνει τὴν στάθμην τῶν τεκτόνων (libella), ἀλλ' ἄνευ λόγου). ΙΙ. ὁ σίφων (τρούμπα), Λατ. diabetes, Columella 3. 10, Ἥρων Πνευμ. σ. 156. ΙΙΙ. ὡς ἰατρ. ὅρος, ἡ νόσος διαβήτης, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 2.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 compas;
2 fil à plomb.
Étymologie: διαβαίνω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): -βάτης Hsch.

• Morfología: [jón. gen. διαβήτεω Aret.SD 2.2.1, CD 2.2.1]
I 1compás Ar.Nu.178, Au.1003, Vett.Val.347.20, Porph.in Harm.18.25, Iambl.VP 115, Dor.Ab.Doct.78, Phlp.in APo.128.11, Leont.in Arat.1.5, Sud.
dud. (tal vez sent. 2) en Pl.Phlb.56b, πρὸς κανόνα καὶ διαβήτην ἀπηκριβωμένος Plu.2.802e.
2 nivel de albañil ξύσας ὀρθὸν πρὸς διαβήτην tallando recto con el nivel, SEG 38.801.19 (Mitilene IV a.C.), cf. IG 22.1665.8, 1668.10, 1678a.7 (todas IV a.C.), SEG 39.442.11 (Oropo IV a.C.), 175.9 (Atenas III a.C.), ID 507.10 (III a.C.), Hsch., Sch.Er.Il.2.765d, Sch.Ar.Ra.800D.
3 mec. sifón recipiente con un tubo por el que sale el líquido por un punto superior a su nivel, de cristal, Hero Spir.1.3, 2.19, para vino, PLaur.14A.18 (III d.C.)
tb. n. del propio tubo, Colum.3.10.2.
4 gnomon de un reloj de sol, Sud.
II medic. diabetes Gal.8.394, Aret.ll.cc., Philagr. en Orib.5.19.9, Aët.5.137.

Greek Monolingual

ο (κατά τον Ησύχιο και διαβάτης) (ΑΝ) διαβαίνω
όργανο χάραξης κύκλων και σύγκρισης μικρών διαστημάτων
νεοελλ.
1. «σακχαρώδης διαβήτης» — νόσος που προκαλείται από τη διαταραχή του μεταβολισμού τών υδατανθράκων, με αποτέλεσμα την αύξηση του σακχάρου στο αίμα και την εμφάνιση σακχάρου στα ούρα
2. φρ. «τά πάει όλα με τον διαβήτη» — ενεργεί με περίσκεψη και ακρίβεια
αρχ.
σίφωνας για την άντληση και μετάγγιση υγρών.

Greek Monotonic

διαβήτης: -ου, ὁ (διαβαίνω), πυξίδα, διαβήτης ονομαζόμενος έτσι από τα τεντωμένα και σε έκταση πόδια του, Λατ. circinus, σε Αριστοφ.