διαισθάνομαι: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(9)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[διαισθάνομαι]])<br />[[προβλέπω]], [[εννοώ]], [[αντιλαμβάνομαι]] με το [[υποσυνείδητο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατανοώ]], [[καταλαβαίνω]] πολύ καλά.
|mltxt=(AM [[διαισθάνομαι]])<br />[[προβλέπω]], [[εννοώ]], [[αντιλαμβάνομαι]] με το [[υποσυνείδητο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατανοώ]], [[καταλαβαίνω]] πολύ καλά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαισθάνομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[αντιλαμβάνομαι]], [[καταλαβαίνω]] [[σαφώς]], [[διακρίνω]] εντελώς, <i>τι</i>, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 22:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαισθάνομαι Medium diacritics: διαισθάνομαι Low diacritics: διαισθάνομαι Capitals: ΔΙΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ
Transliteration A: diaisthánomai Transliteration B: diaisthanomai Transliteration C: diaisthanomai Beta Code: diaisqa/nomai

English (LSJ)

   A perceive distinctly, distinguish, τι Pl.Sph.253d; τὰς διαφοράς Arist.GA780b17, al.; διάστημα Aristox.Harm.p.14 M.: abs., Pl.Phdr.250b.

German (Pape)

[Seite 580] (s. αἰσθάνομαι), deutlich wahrnehmen, unterscheiden, Plat. Soph. 253 d, ἱκανῶς, u. öfter; τὰς διαφορὰς τῶν ὁρωμένων Arist. gen. anim. 5, 1.

Greek (Liddell-Scott)

διαισθάνομαι: μέλλ. -ήσομαι· ἀποθ., καθαρῶς ἐννοῶ, καταλαμβάνω, διακρίνω ἐντελῶς, τι Πλάτ. Φαίδρ. 250Α, Σοφ. 253D, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ao.2 διῃσθόμην, etc.
percevoir distinctement, acc..
Étymologie: διά, αἰσθάνομαι.

Spanish (DGE)

percibir claramente, distinguir, discernir μίαν ἰδέαν Pl.Sph.253d, τά τε ἀδύνατα ... καὶ τὰ δυνατά Pl.R.360e, τῶν στοιχείων ἕκαστον Pl.Plt.277e, cf. Ti.87c, τὰς διαφοράς Arist.GA 780b17, cf. Plu.2.562b, τὰ διαπεφορημένα καὶ διεστραμμένα τῶν εἰδώλων Arist.Diu.Som.464b13, ὁπόσα τῶν Ἀχαιῶν ἐν Αὐλίδι διῄσθετο Philostr.Her.24.20
abs. διὰ τὸ μὴ ἱκανῶς διαισθάνεσθαι por la insuficiencia de sus percepciones Pl.Phdr.250b.

Greek Monolingual

(AM διαισθάνομαι)
προβλέπω, εννοώ, αντιλαμβάνομαι με το υποσυνείδητο
αρχ.
κατανοώ, καταλαβαίνω πολύ καλά.

Greek Monotonic

διαισθάνομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω σαφώς, διακρίνω εντελώς, τι, σε Πλάτ.