διατειχίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[διατειχίζω]])<br />[[αποχωρίζω]] και [[οχυρώνω]] έναν [[τόπο]] με [[τείχος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαχωρίζω]] («ἡ ὑψηλὴ ῥὶς διατετείχικε τὰ ὄμματα)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> διαχωρίζομαι, [[ξεχωρίζω]] [[σαφώς]] («διατετείχισται ἡ [[ἱστορία]] πρὸς τὸ [[ἐγκώμιον]]», Λουκ.).
|mltxt=(AM [[διατειχίζω]])<br />[[αποχωρίζω]] και [[οχυρώνω]] έναν [[τόπο]] με [[τείχος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαχωρίζω]] («ἡ ὑψηλὴ ῥὶς διατετείχικε τὰ ὄμματα)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> διαχωρίζομαι, [[ξεχωρίζω]] [[σαφώς]] («διατετείχισται ἡ [[ἱστορία]] πρὸς τὸ [[ἐγκώμιον]]», Λουκ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''διατειχίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ῐῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[διαχωρίζω]] και [[οχυρώνω]] με [[τείχος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[διαχωρίζω]] όπως με [[τείχος]], κατ' [[ευθεία]] [[γραμμή]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 22:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατειχίζω Medium diacritics: διατειχίζω Low diacritics: διατειχίζω Capitals: ΔΙΑΤΕΙΧΙΖΩ
Transliteration A: diateichízō Transliteration B: diateichizō Transliteration C: diateichizo Beta Code: diateixi/zw

English (LSJ)

   A cut off and fortify by a wall, Ar.Eq.818; τὸν Ἰσθμόν Lys.2.44; τὴν πόλιν ἀπὸ τῆς ἄκρας Plb.8.32.2.    2 divide as by a wall, ἡ ῥὶς διατετείχικε τὰ ὄμματα X.Smp.5.6: metaph., keep apart, φῶς καὶ σκότος Ph.1.632, al.; διατετείχισται ἡ ἱστορία πρὸς τὸ ἐγκώμιον is separated from it, Luc.Hist.Conscr.7.

German (Pape)

[Seite 606] durch eine Mauer, Verschanzung (die dazwischen gezogen) trennen, schützen; Ἰσθμόν Lys. 2, 44; Isocr. 4, 93; Plut. Them. 9; – τὴν πόλιν ἀπὸ τῆς ἄκρας Pol. 8, 34; geradezu trennen, ἡ ῥὶς διατετείχικε τὰ ὄμματα Xen. Symp. 5, 6; neben διορίζω Luc. hist. conscr. 7.

Greek (Liddell-Scott)

διατειχίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ· - ἀποχωρίζω καὶ ὀχυρώνω διὰ τείχους, Ἀριστοφ. Ἱππ. 818· τὸν Ἰσθμὸν Λυσ. 194. 39· τὴν πόλιν ἀπὸ τῆς ἄκρας Πολύβ. 8. 34, 2· πρβλ. διασταυρόω. 2) διαχωρίζω ὡς διὰ τείχους, ἡ ῥὶς δ. τὰ ὄμματα Ξεν. Συμπ. 5, 6· διατετείχισται ἡ ἱστορία πρὸς τὸ ἐγκώμιον, εἶναι κεχωρισμένη ἀπ’ αὐτοῦ, Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 7.

French (Bailly abrégé)

f. διατειχιῶ, etc.
1 séparer par un mur;
2 séparer comme par un mur ; fig. διατετείχισται ἡ ἱστορία πρὸς τὸ ἐγκώμιον LUC il y a comme un mur entre l’histoire et l’éloge.
Étymologie: διά, τειχίζω.

Spanish (DGE)

I dividir o fortificar mediante un muro τὸν Ἰσθμόν Lys.2.44, Isoc.4.93, Str.6.1.10, Plu.Them.9, τὴν πόλιν ἀπὸ τῆς ἄκρας Plb.8.32.2, ὀκτὼ στάδια ... ἀπὸ χάρακος ἐς χάρακα App.BC 4.106, ἀπ' ἀλλήλων τοὺς χηραμοὺς διατειχίζουσι dividen mediante paredes unas celdas de otras (las hormigas), Ael.NA 6.43, cf. I.BI 7.305, D.C.43.8.1, Hsch.δ 1384, en v. pas., Bito 59.10, I.BI 5.198, D.C.77.23.3
cerrar u obstruir mediante un muro, tapiar τοὺς εἴσπλους D.S.15.42, τὰς πύλας Arr.An.3.18.2.
II fig.
1 dividir como por un muro y gener. separar ἡ δὲ ὑψηλὴ ῥὶς διατετείχικε τὰ ὄμματα la nariz forma un tabique que mantiene separados los ojos X.Smp.5.6, τοὺς Ἀθηναίους ... διατειχίζων Ar.Eq.818, ὄρος τοῦτο ... διατείχιζον τὸν ἰσθμὸν τὸν διείργοντα αὐτὰ este monte que separa como un muro el istmo que los tiene apartados (el Ponto Euxino y mar Caspio), Str.11.2.15, φῶς καὶ σκότος διατειχίσαι Ph.1.632, cf. 1.460, 2.32, Gal.3.616, Luc.DMeretr.11.1, Cyr.Al.M.71.57C, en v. pas. οὐ στενῷ τῷ ἰσθμῷ ... διατετείχισται ἡ ἱστορία πρὸς τὸ ἐγκώμιον Luc.Hist.Cons.7, ὦ πόσον ἀλλήλων διετειχίσθημεν ¡oh, cuánto hemos sido separados uno de otro! Gr.Naz.Ep.169.1.
2 entorpecer, obstaculizar, impedir τὴν ἀποδημίαν Chrys.M.52.623, cf. Ps.Caes.154.5.

Greek Monolingual

(AM διατειχίζω)
αποχωρίζω και οχυρώνω έναν τόπο με τείχος
αρχ.
1. διαχωρίζω («ἡ ὑψηλὴ ῥὶς διατετείχικε τὰ ὄμματα)
2. παθ. διαχωρίζομαι, ξεχωρίζω σαφώς («διατετείχισται ἡ ἱστορία πρὸς τὸ ἐγκώμιον», Λουκ.).

Greek Monotonic

διατειχίζω: μέλ. Αττ. -ῐῶ,
1. διαχωρίζω και οχυρώνω με τείχος, σε Αριστοφ.
2. διαχωρίζω όπως με τείχος, κατ' ευθεία γραμμή, σε Ξεν.