δοξοματαιόσοφος: Difference between revisions
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(big3_12) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δοξομᾰταιόσοφος) -ον<br />[[que cree fatua y vanamente ser sabio]], <i>Epigr.Adesp.FGE</i> 1757. | |dgtxt=(δοξομᾰταιόσοφος) -ον<br />[[que cree fatua y vanamente ser sabio]], <i>Epigr.Adesp.FGE</i> 1757. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δοξομᾰταιόσοφος:''' -ον, αυτός που φαντάζεται ότι θα μπορούσε να είναι [[φιλόσοφος]], [[ψευδοφιλόσοφος]], [[δοκησίσοφος]], [[μωρόσοφος]], [[κενόσοφος]], κατά [[φαντασία]] [[σοφός]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A would-be philosopher, Epigr. ap. Hegesand. 1.
German (Pape)
[Seite 657] von eitlem Weisheitsdünkel, Philosophen, Ep. ad. 110 (App. 288).
Greek (Liddell-Scott)
δοξομᾰταιόσοφος: -ον, ὁ φανταζόμενος ἑαυτὸν σοφόν, Ἀνθ. Π. παραρτ. 288.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
philosophe infatué de son mérite.
Étymologie: δόξα, μάταιος, σοφός.
Spanish (DGE)
(δοξομᾰταιόσοφος) -ον
que cree fatua y vanamente ser sabio, Epigr.Adesp.FGE 1757.
Greek Monotonic
δοξομᾰταιόσοφος: -ον, αυτός που φαντάζεται ότι θα μπορούσε να είναι φιλόσοφος, ψευδοφιλόσοφος, δοκησίσοφος, μωρόσοφος, κενόσοφος, κατά φαντασία σοφός, σε Ανθ.