διοπτεύω: Difference between revisions
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[διοπτεύω]])<br /><b>1.</b> [[παρατηρώ]] με [[διόπτρα]]<br /><b>2.</b> [[κατασκοπεύω]], [[παρατηρώ]], [[εξετάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[καθορίζω]] τη [[θέση]] πλοίου παρατηρώντας [[σημείο]] στην [[ξηρά]] ή τη [[θάλασσα]], [[ρελεβάρω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διοπεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i> (<i>α</i>)· <span style="color: red;">+</span> -[[οπτεύω]] <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>οπ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>όπωπα</i>)]. | |mltxt=(Α [[διοπτεύω]])<br /><b>1.</b> [[παρατηρώ]] με [[διόπτρα]]<br /><b>2.</b> [[κατασκοπεύω]], [[παρατηρώ]], [[εξετάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[καθορίζω]] τη [[θέση]] πλοίου παρατηρώντας [[σημείο]] στην [[ξηρά]] ή τη [[θάλασσα]], [[ρελεβάρω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διοπεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i> (<i>α</i>)· <span style="color: red;">+</span> -[[οπτεύω]] <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>οπ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>όπωπα</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διοπτεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[παρακολουθώ]], [[παρατηρώ]], [[εξετάζω]], [[κατασκοπεύω]], [[περιβλέπω]], [[στέγος]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 30 December 2018
English (LSJ)
A watch accurately, spy about, ἠὲ διοπτεύσων Il.10.451; look into, στέγος S.Aj.307, cf. Antipho Soph.6, CritiasFr.53 D.; δ. τί . . X.Cyr.8.2.10: c. acc., D.C. 52.37:—Pass., to be overlooked by a neighbour, Agath.5.6. II take a sight, διὰ τοῦ μήκους τῆς σύριγγος Hero Bel.86.7; esp. through the διόπτρα, Id.Dioptr.4.
Greek (Liddell-Scott)
διοπτεύω: ἀκριβῶς περιφυλάττω, παρατηρῶ, ἐξετάζω, κατασκοπεύω, περιβλέπω, ἠὲ διοπτεύσων Ἰλ. Κ. 451· εἰσορῶ, ἐξετάζω, στέγος Σοφ. Αἴ. 307·― ἴδε διοπεύω. ― Πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 20.
French (Bailly abrégé)
1 épier, espionner;
2 discerner, distinguer;
3 être inspecteur d’un navire.
Étymologie: διόψομαι, v. διοράω.
English (Autenrieth)
only fut. part., διοπτευσων, to spy about, Il. 10.451†.
Spanish (DGE)
1 espiar (θοὰς νῆας) ἠὲ διοπτεύσων ἢ ἐναντίβιον πολεμίξων Il.10.451, en v. pas. ἔρις αὐτοῖς ἐνέπεσε ... τοῦ διοπτεύεσθαι χάριν Agath.5.6.8
•observar con detenimiento στέγος S.Ai.308, πάντα τὰ τῇ ἡγεμονίᾳ σου προσήκοντα D.C.52.37.2, ἄγαλμα Nonn.D.5.599
•c. or. complet. τί ἂν ἀγγείλαντες ὠφελήσειαν βασιλέα X.Cyr.8.2.10
•abs. fijar la vista ὡς εἴ τις ἀπ' ἄκρου τοῦ ... τέγους ... διοπτεύοι σκοτοδινιᾶν I.AI 15.412.
2 ver a través por la apertura frontal de un casco, Hld.9.15.1, en v. pas. πυρὸς ... (Χαρίκλειαν) διοπτεύεσθαι παρέχοντος ἐπιφαιδρυνομένην Hld.8.9.13.
3 observar con un instrumento de precisión διὰ γὰρ τοῦ μήκους τῆς σύριγγος διοπτεύοντες Hero Bel.86.7, cf. Dioptr.12, Procl.Hyp.4.72, en v. pas. ὅπως ... ὁ ἀστὴρ ... διοπτεύηται Ptol.Alm.5.1.
Greek Monolingual
(Α διοπτεύω)
1. παρατηρώ με διόπτρα
2. κατασκοπεύω, παρατηρώ, εξετάζω
νεοελλ.
ναυτ. καθορίζω τη θέση πλοίου παρατηρώντας σημείο στην ξηρά ή τη θάλασσα, ρελεβάρω
αρχ.
διοπεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)· + -οπτεύω < (θ.) οπ- (πρβλ. όπωπα)].
Greek Monotonic
διοπτεύω: μέλ. -σω, παρακολουθώ, παρατηρώ, εξετάζω, κατασκοπεύω, περιβλέπω, στέγος, σε Σοφ.