3,274,306
edits
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δύσλοφος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[βαρύς]], [[δυσάρεστος]] στον τράχηλο («[[δύσλοφος]] [[ζυγός]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν υπομένει [[ζυγό]] («δύσλοφοι ἡμίονοι»). | |mltxt=[[δύσλοφος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[βαρύς]], [[δυσάρεστος]] στον τράχηλο («[[δύσλοφος]] [[ζυγός]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν υπομένει [[ζυγό]] («δύσλοφοι ἡμίονοι»). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δύσλοφος:''' -ον, <b class="num">I.</b> [[βαρύς]] για τον τράχηλο, δυσβάσταχτος, [[ανυπόφορος]], σε Θέογν., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν υπομένει το [[ζυγό]]· επίρρ., ανυπόμονα, σε Ευρ. | |||
}} | }} |