δυσπολιόρκητος: Difference between revisions
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσπολιόρκητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα κυριεύεται με [[πολιορκία]]<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα πολιορκείται<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δυσπολιόρκητον</i><br />η [[δυσκολία]] για [[άλωση]] με [[πολιορκία]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[δυσπολιόρκητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα κυριεύεται με [[πολιορκία]]<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα πολιορκείται<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δυσπολιόρκητον</i><br />η [[δυσκολία]] για [[άλωση]] με [[πολιορκία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσπολιόρκητος:''' -ον, αυτός που δύσκολα κυριεύεται με [[πολιορκία]], [[δυσπόρθητος]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to take by siege, X.HG4.8.5 (Comp.), Plb.5.3.4, J.AJ2.10.2; τὸ δ. Corn.ND20.
German (Pape)
[Seite 687] schwer zu belagern u. einzunehmen; Xen. Hell. 4, 8, 5; Pol. 5, 3 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπολιόρκητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ κυριεύσῃ τις διὰ πολιορκίας, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 5, Πολύβ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inexpugnable.
Étymologie: δυσ-, πολιορκέω.
Spanish (DGE)
-ον
inexpugnable, difícil de conquistar por asedio χωρίον X.HG 4.8.5, LXX 2Ma.12.21, I.AI 2.249, πολισμάτιον Plb.5.3.4, κατὰ θάλατταν ... δυσπολιόρκητον οὖσαν τὴν πόλιν D.S.17.40, cf. 22.10
•subst. τὸ δ. inexpugnabilidad Corn.ND 20.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσπολιόρκητος, -ον)
1. αυτός που δύσκολα κυριεύεται με πολιορκία
2. αυτός που δύσκολα πολιορκείται
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσπολιόρκητον
η δυσκολία για άλωση με πολιορκία.
Greek Monotonic
δυσπολιόρκητος: -ον, αυτός που δύσκολα κυριεύεται με πολιορκία, δυσπόρθητος, σε Ξεν.