δικαστήρ: Difference between revisions
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
(9) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δικαστήρ]], ο (Α)<br />[[δικαστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δικάζω]]. Στην ιων.-αττ. διάλεκτο ο τ. [[δικαστήρ]] αντικαταστάθηκε από το [[δικαστής]]. | |mltxt=[[δικαστήρ]], ο (Α)<br />[[δικαστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δικάζω]]. Στην ιων.-αττ. διάλεκτο ο τ. [[δικαστήρ]] αντικαταστάθηκε από το [[δικαστής]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δῐκαστήρ:''' -ῆρος, ὁ, = [[δικαστής]], σε Βάβρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A = δικαστής, Foed.Delph. Pell.1A7, IG9(1).334.33 (Locr., v B. C.), Rhet.Oxy.410.11, Babr. 118.3.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκαστήρ: ῆρος, ὁ, =δικαστής, Βάβρ. 118.3· - ἐν τῷ πληθ., δικαστῆρες Ἐπιγρ. Σιλλυέων Παμφυλίας ἐν Journ. of hellen. stud. vol. Ι, σ.255.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
c. δικαστής.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
• Morfología: [panf. plu. dat. δικαστε̄́ρεσσι IPamph.3.11 (IV a.C.)]
juez, IG 92(1).718.33 (Lócride V a.C.), FD 1.486.1A.7 (III a.C.), IPamph.l.c., anón. ret. en POxy.410.11, Babr.118.3.
Greek Monolingual
δικαστήρ, ο (Α)
δικαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δικάζω. Στην ιων.-αττ. διάλεκτο ο τ. δικαστήρ αντικαταστάθηκε από το δικαστής.
Greek Monotonic
δῐκαστήρ: -ῆρος, ὁ, = δικαστής, σε Βάβρ.