ἐθελόπονος: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐθελόπονος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[φιλόπονος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐθελόπονον</i><br />η [[ιδιότητα]] του εθελόπονου.
|mltxt=[[ἐθελόπονος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[φιλόπονος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐθελόπονον</i><br />η [[ιδιότητα]] του εθελόπονου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐθελόπονος:''' -ον, [[πρόθυμος]] για [[εργασία]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 22:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐθελόπονος Medium diacritics: ἐθελόπονος Low diacritics: εθελόπονος Capitals: ΕΘΕΛΟΠΟΝΟΣ
Transliteration A: ethelóponos Transliteration B: etheloponos Transliteration C: etheloponos Beta Code: e)qelo/ponos

English (LSJ)

ον,

   A willing to work, X.Cyr.2.1.22, Ael.NA4.43.

German (Pape)

[Seite 718] willig zur Arbeit, gern arbeitend; Xen. Cyr. 2, 1, 9; Ael. H. A. 4, 43 von der Ameise.

Greek (Liddell-Scott)

ἐθελόπονος: -ον, ὁ ἐθελουσίως πονῶν, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 22, Αἰλ. π. Ζ. 4. 43.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui travaille avec bonne volonté, laborieux.
Étymologie: ἐθέλω, πόνος.

Spanish (DGE)

-ον
dispuesto al esfuerzo, esforzado ἐ. καὶ φιλοκίνδυνος del soldado, X.Cyr.2.1.22, cf. Nil.M.79.1121C
neutr. sust. τὸ ἐ. buena disposición para el esfuerzo, aceptación del esfuerzo Muson.20, de las hormigas, Ael.NA 4.43.

Greek Monolingual

ἐθελόπονος, -ον (Α)
1. φιλόπονος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐθελόπονον
η ιδιότητα του εθελόπονου.

Greek Monotonic

ἐθελόπονος: -ον, πρόθυμος για εργασία, σε Ξεν.