εἶεν: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
(10)
(4)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἶεν]] (Α)<br />[[μόριο]] που χρησιμοποιείται α) στη [[μετάβαση]] από ένα [[ζήτημα]] σε [[άλλο]]<br />[[πάει]] καλά, ας [[είναι]], καλά [[λοιπόν]] («[[εἶεν]] πάρειμ' ἐντεῡθεν ἐς...», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) για να εξάρει τα επόμενα ως νέο [[στοιχείο]] στη [[συζήτηση]]<br />έχει [[καλώς]] («[[εἶεν]], ἐρεῑ δέ... Αντιφ.).
|mltxt=[[εἶεν]] (Α)<br />[[μόριο]] που χρησιμοποιείται α) στη [[μετάβαση]] από ένα [[ζήτημα]] σε [[άλλο]]<br />[[πάει]] καλά, ας [[είναι]], καλά [[λοιπόν]] («[[εἶεν]] πάρειμ' ἐντεῡθεν ἐς...», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) για να εξάρει τα επόμενα ως νέο [[στοιχείο]] στη [[συζήτηση]]<br />έχει [[καλώς]] («[[εἶεν]], ἐρεῑ δέ... Αντιφ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἶεν:''' [[μόριο]], [[χρήση]] μόνο σε Αττ. διάλογο, [[καλά]]! [[πολύ]] [[καλά]]! Λατ. [[esto]]! ας είναι, [[εἶεν]]· τί [[δῆτα]]; σε Σοφ.· [[εἶεν]]· καὶ δὴ [[τεθνᾶσι]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 22:28, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 725] = εἴησαν, optat. praes. zu εἰμί, es mag sein, wird adverbial gebraucht u. bezeichnet den Uebergang von etwas vorläufig nicht weiter zu Erörterndem auf etwas Neues, Plat. oft, vollständig εἶεν, ἦν δ' ἐγώ, τοῦτο μὲν ἡμῖν οὕτω κείσθω Rep. I, 350 d, so daß das Neue in einen Gegensatz tritt, mit ἀλλά, δέ u. ä. Oft folgt eine Frage, wie Plat. Prot. 312 e; Aesch. Ch. 719; imperat., Soph. El. 534, wo eben so das Folgende als etwas Neues besonders hervorgehoben werden soll, s. ἄγε; – εἶεν ἀκούω, ja doch, ich höre! Aesch. Ch. 655 u. Ar. Pax 663, wo die letzte Sylbe lang Ist.

Greek (Liddell-Scott)

εἶεν: μόριον ἔχον συγγένειαν πρὸς τὸ εἶα, ὡς τὸ ἔπειτεν πρὸς τὸ ἔπειτα, ἀλλ’ ἐν χρήσει μόνον ἐν Ἀττ. διαλόγῳ ἐπὶ μεταβάσεως ἀπὸ ζητήματός τινος εἰς τὸ ἑπόμενον· καλά! πολύ καλά! Λατ. Fac ita essse! Τραγ.· εἶεν· τί δῆτα...; Σοφ. Ἠλ. 534· εἶεν· καὶ δὴ τεθνᾶσι Εὐρ. Μήδ. 386· αἱ φράσεις ἀλλ’ εἶεν, εἶεν γε, εἶεν δὴ εἰσὶ σπανιώτεραι. 2) πρὸς δήλωσιν ἀνυπομονησίας, Ἀριστοφ. Νεφ. 176. τὸ εἶεν εὕρηται ὡς σπονδεῖος -- ἐν τῇ φράσει εἶεν, ἀκούω Αὐσχύλ. Χο. 627, Ἀριστοφ. Εἰρ. 663· κεῖται δὲ ὡς ἐκτὸς τοῦ στίχου ἐν Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

1interj.
eh bien ! marque l’impatience.
Étymologie: pê apparenté à εἶα, mais non opt. de εἰμί.
23ᵉ pl. opt. prés. de εἰμί.

Greek Monolingual

εἶεν (Α)
μόριο που χρησιμοποιείται α) στη μετάβαση από ένα ζήτημα σε άλλο
πάει καλά, ας είναι, καλά λοιπόνεἶεν πάρειμ' ἐντεῡθεν ἐς...», Αριστοφ.)
β) για να εξάρει τα επόμενα ως νέο στοιχείο στη συζήτηση
έχει καλώςεἶεν, ἐρεῑ δέ... Αντιφ.).

Greek Monotonic

εἶεν: μόριο, χρήση μόνο σε Αττ. διάλογο, καλά! πολύ καλά! Λατ. esto! ας είναι, εἶεν· τί δῆτα; σε Σοφ.· εἶεν· καὶ δὴ τεθνᾶσι, σε Ευρ.