εἰσποιητός: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(10)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἰσποιητός]], -ή, -όν (Α)<br />υιοθετημένος, [[θετός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πράγμ.</b>) αυτός τον οποίο αποκτά [[κανείς]] για τον εαυτό του<br /><b>2.</b> αυτός που αποκτήθηκε με [[υιοθεσία]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει εισαχθεί από το εξωτερικό.
|mltxt=[[εἰσποιητός]], -ή, -όν (Α)<br />υιοθετημένος, [[θετός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πράγμ.</b>) αυτός τον οποίο αποκτά [[κανείς]] για τον εαυτό του<br /><b>2.</b> αυτός που αποκτήθηκε με [[υιοθεσία]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει εισαχθεί από το εξωτερικό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἰσποιητός:''' -ή, -όν, υιοθετημένος, σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 22:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσποιητός Medium diacritics: εἰσποιητός Low diacritics: εισποιητός Capitals: ΕΙΣΠΟΙΗΤΟΣ
Transliteration A: eispoiētós Transliteration B: eispoiētos Transliteration C: eispoiitos Beta Code: ei)spoihto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A adopted, Lys.Fr.55, D.44.34,60.4.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσποιητός: -ή, -όν, υἱοθετηθείς, Λυσ. Ἀποσπ. 33, Δημ. 1088. 4., 1390. 8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
adopté, adoptif (enfant).
Étymologie: ἐσποιέω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν

• Grafía: frec. acent. -ποίητος en ed.
I 1jur. entregado en adopción, adoptivo c. dat. ἀπογράφουσι τὼ παῖδε τούτω πρὸς τὸν ἄρχοντα ὡς εἰσποιήτω τοῖς τοῦ Εὐκτήμονος ὑέσι Is.6.36, c. εἰς y ac. εἰσποίητος δ' ἦν ὁ πατὴρ ... εἰς ἄλλον οἶκον el padre había sido dado en adopción a otra casa Is.9.2, c. gen. del padre adoptivo Ῥούφου γνήσιος υἱός, Ἡρώδου εἰ. IG 22.3979.2 (II d.C.), Καίσαρος φύσει υἱῷ καὶ Εὐσεβοῦς εἰσποιητῷ Iust.Phil.1Apol.proem., de Cristo en la terminología nestoriana, frente al Hijo auténtico υἱῶν ... δυάδα ... ὧν ὁ μέν ἐστι φύσει καὶ ἀληθῶς, θάτερός γε μὴν εἰ. τε καὶ νόθος Cyr.Al.Chr.Un.745c, cf. Thdt.Ep.Sirm.147 (p.202)
en una asociación relig., ref. los nuevos miembros εἰσποιητοὶ ἀδ[ελφοὶ σ] εβόμενοι θεὸν ὕψιστον IPE 2.452.5 (Tanais III d.C.)
subst. ὁ εἰ. hijo adoptivo Is.3.46, D.44.34, D.H.Isoc.18.2, εἰσποιητὸν εἰσάγειν presentar (a la fratría) un hijo adoptivo Lys.Fr.27
fig. por adopción ref. ciudadanos, op. ἐπιχώριος D.Chr.38.4, cf. πολίται προσαγορευόμενοι ὁμοῖοι ... τοῖς εἰσποιητοῖς τῶν παίδων D.60.4.
2 recibido en adopción, adoptado ὁ τὴν ἐν πίστει δικαίωσιν εἰσποιητὴν ἔχων διὰ Χριστοῦ el que posee la justificación por la fe recibida por gracia de Cristo Cyr.Al.M.68.976B
en la polémica nestoriana sobre la naturaleza del Hijo οὐκ ἔξωθεν οὐδὲ εἰσποίητον αὐτῷ δεδόσθαι ... τοῦ πνεύματος τὴν ἐνέργειαν Cyr.Al.Nest.4.1 (p.77.34).
3 introducido desde fuera, desde el exterior, extranjero οἱ εἰσποιητοὶ θεοί Didym.M.39.924B.
II adv. -ῶς desde el exterior, de modo adventicio (τὰ κτίσματα) εἰ. παρὰ Θεοῦ καταπλουτοῦσι τὴν χάριν Cyr.Al.M.68.692A.

Greek Monolingual

εἰσποιητός, -ή, -όν (Α)
υιοθετημένος, θετός
αρχ.
1. (για πράγμ.) αυτός τον οποίο αποκτά κανείς για τον εαυτό του
2. αυτός που αποκτήθηκε με υιοθεσία
3. αυτός που έχει εισαχθεί από το εξωτερικό.

Greek Monotonic

εἰσποιητός: -ή, -όν, υιοθετημένος, σε Δημ.