ἐκγράφω: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐκγράφω]])<br />[[διαγράφω]], [[ξεγράφω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντιγράφω]]. | |mltxt=(AM [[ἐκγράφω]])<br />[[διαγράφω]], [[ξεγράφω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντιγράφω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκγράφω:''' [ᾰ], μέλ. <i>-ψω</i>, [[αντιγράφω]] — Μέσ., [[γράφω]] ή [[αντιγράφω]] για τον εαυτό μου, σε Αριστοφ., Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:32, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ],
A write out, copy, IG9(1).687.12 (Corc.), cf. CIG2266 (Delos) :—Med., copy for oneself, [χρησμὸν] παρὰ τἀπόλλωνος ἐξεγραψάμην Ar.Av.982 ; Μορσίμου ῥῆσιν ἐξεγράψατο Id.Ra.151, cf.D.48.48, etc. II strike out, expunge from a list, IG12.84.28, Decr. ap. And.1.77 (Pass.) ; τινὰ τῆς βουλῆς D.H.19.18. (Written ἐγγρ- IG 5(2).357.14 (Stymphalus, iii B.C.).)
German (Pape)
[Seite 756] 1) aus-, abschreiben, Inscr. 1842. Im med., für sich abschreiben, Ar. Ran. 151; τὰς συνθήκας, abschreiben lassen, Dem. 48, 48. 49, 43; Sp., wie Ath. I, 4 c. – 2) ausstreichen, aus einer Liste, εἴ τις μὴ ἐξεγράφη Andoc. 1, 77; vgl. D. Hal. 18, 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκγράφω: ᾰ, γράφω ἔκ τινος, ἀντιγράφω, Συλλ. Ἐπιγρ. 1842: - Μέσ., γράφω ἔκ τινος, ἢ ἀντιγράφω δι’ ἐμαυτόν, πρὸς ἰδίαν μου χρῆσιν, χρησμὸν παρὰ τἀπόλλωνος ἐκγράψασθαι Ἀριστοφ. Ὄρν. 982· Μορσίμου ῥῆσιν ἐκγράψασθαι ὁ αὐτ. Βάτρ. 151· πρβλ. Δη. 1180. 23, κτλ. ΙΙ. ἀπαλείφω, ἐξαλείφω, διαγράφω ἀπὸ τοῦ καταλόγου παρ’ Ἀνδοκ. 10. 37, Διον. Ἁλ. 18. 22.
French (Bailly abrégé)
effacer d’une liste, rayer;
Moy. ἐκγράφομαι transcrire pour soi, faire transcrire.
Étymologie: ἐκ, βιβάζω.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. ἐγγ- PYadin 12.1, 16.1 (ambos II d.C.), pero tb. por ἐνγ-
• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1en v. med. copiar, poner por escrito Μορσίμου ... ῥῆσιν Ar.Ra.151, (χρησμόν) Ar.Au.982, ἐκγράφεσθαι ὅσα οὗτος ὤφειλε D.49.43, τὰς συνθήκας D.48.48, τοὺς νόμους Welles, RC 3.63 (Teos IV a.C.), ἀρχὰς ποιημάτων πολλῶν Clearch.90, αἱ παιδεῖαι Σαλωμῶντος ... ἃς ἐξεγράψαντο οἱ φίλοι Εζεκιου las enseñanzas de Salomón que pusieron por escrito los del círculo del (rey) Ezequías LXX Pr.25.1, (ἐπιστολήν) I.AI 17.139, τὰ γελοῖα Ath.614e, τὰ πλεῖστα Gal.12.251, αὐτὸ τὸ πρόγραμμα POxy.34.4.6 (II d.C.), en v. pas. τὰ ἔπη τὰ Σιβύλλεια ... τοὺς ἱερέας αὐτοχειρίᾳ ἐκγράψασθαι ἐκέλευσεν D.C.54.17.2, διὰ τὸ φιλοτίμως ἐκγεγράφθαι τοὺς μαθητὰς αὐτῶν τὰ ὑφ' ἑκάστου αὐτῶν ... κατωρθωμένα Eus.HE 5.28.17, οὐχ ὡς ἐκγραψάμενος ἔχῃς τὰ 'κεῖθεν Lib.Or.54.68
•tb. en v. act. IG 9(1).687.12 (Corcira II a.C.)
•abs. ὁ ἐκγραφόμενος el escriba o copista Gal.15.624
•en v. pas. ἐγγεγραμμένον ... ἀντίγραφον copia, PYadin 16.1, cf. 12.1 (ambos II d.C.).
2 en v. act. inscribir, registrar en la lista de deudores públicos ἐκγραφέτω αὐτὸν πρὸς τοὺς πράκτορας Sokolowski 1.45.9 (Mileto IV a.C.), cf. IG 13.82.26 (V a.C.), (αὐτὸν) εἰς τὸ λεύκωμα IG 7.3073.4 (Lebadea II a.C.), en v. pas. ὀφείλοντος ... τῷ δημοσίῳ χ δραχμὰς καὶ ἐκγεγραμμένου ἐν ἀκροπόλει Ath.Agora 19.P26.505 (IV a.C.), cf. And.Myst.77.
3 en v. act. escribir acerca de τοὺς κατασκόπ[ου] ς Didym.Gen.156.29.
II 1borrar, eliminar de una lista, c. ac. y gen. με τῆς βουλῆς D.H.19.18.1.
2 transferir, trasladar de una lista a otra ὁ δὲ πρόεδρος ἐγγραφέτω καθάπερ τὰς ἄλλας δίκας IPArk.17.14 (Estínfalo IV a.C.).
Greek Monolingual
(AM ἐκγράφω)
διαγράφω, ξεγράφω
αρχ.
αντιγράφω.
Greek Monotonic
ἐκγράφω: [ᾰ], μέλ. -ψω, αντιγράφω — Μέσ., γράφω ή αντιγράφω για τον εαυτό μου, σε Αριστοφ., Δημ.