ἐμπυριβήτης: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(11)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐμπυριβήτης]], ο (Α) [[εν</i>, <i>πυρ</i>, [[βαίνω]]<br />[[τρίποδας]] που τοποθετείται [[πάνω]] στη [[φωτιά]], κν. [[σιδεροστιά]], [[πυροστιά]] («τῷ μὲν νικήσαντι μέγαν τρίποδ' ἐμπυριβήτην», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
|mltxt=[[ἐμπυριβήτης]], ο (Α) [[εν</i>, <i>πυρ</i>, [[βαίνω]]<br />[[τρίποδας]] που τοποθετείται [[πάνω]] στη [[φωτιά]], κν. [[σιδεροστιά]], [[πυροστιά]] («τῷ μὲν νικήσαντι μέγαν τρίποδ' ἐμπυριβήτην», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπῠρῐβήτης:''' -ου, ὁ (ἐν, [[πῦρ]], [[βαίνω]]), κατασκευασμένος να αντέχει στη [[φωτιά]], λέγεται για τρίποδα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 22:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπῠρῐβήτης Medium diacritics: ἐμπυριβήτης Low diacritics: εμπυριβήτης Capitals: ΕΜΠΥΡΙΒΗΤΗΣ
Transliteration A: empyribḗtēs Transliteration B: empyribētēs Transliteration C: empyrivitis Beta Code: e)mpuribh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (ἐν, πῦρ, βαίνω)

   A made for standing on the fire, μέγαν τρίποδ' ἐμπυριβήτην Il.23.702.

German (Pape)

[Seite 818] τρίπους, über dem Feuer stehend, Il. 23, 702.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπῠρῐβήτης: -ου, ὁ, (ἐν, πῦρ, βαίνω) ὁ ἐπὶ τοῦ πυρὸς τιθέμενος, μέγαν τρίποδ’ ἐμπυριβήτην Ἰλ. Ψ. 702, Ἀθήν. 38Α.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui va sur le feu.
Étymologie: ἐν, πῦρ, βαίνω.

English (Autenrieth)

(πῦρ, βαίνω): standing over the fire; τρίπος, Il. 23.702†.

Spanish (DGE)

(ἐμπῠρῐβήτης) -ου, ὁ que se pone sobre el fuego μέγαν τρίποδ' ἐμπυριβήτην Il.23.702, cf. plu. Semus 16
epít. del adivino Euclo, Hsch.

{{grml |mltxt=ἐμπυριβήτης, ο (Α) [[εν, πυρ, βαίνω
τρίποδας που τοποθετείται πάνω στη φωτιά, κν. σιδεροστιά, πυροστιά («τῷ μὲν νικήσαντι μέγαν τρίποδ' ἐμπυριβήτην», Ομ. Ιλ.). }}

Greek Monotonic

ἐμπῠρῐβήτης: -ου, ὁ (ἐν, πῦρ, βαίνω), κατασκευασμένος να αντέχει στη φωτιά, λέγεται για τρίποδα, σε Ομήρ. Ιλ.