ἔνθρυπτος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔνθρυπτος]], -ον (Α) [[θρυπτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που διαλύεται [[μέσα]] σε [[υγρό]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἔνθρυπτα</i><br />[[είδος]] πίτας ή βουτήματος, κομμάτια ψωμιού βρεγμένα σε [[κρασί]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἔνθρυπτος]]<br />επίθ. του Απόλλωνος στην Αθήνα.
|mltxt=[[ἔνθρυπτος]], -ον (Α) [[θρυπτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που διαλύεται [[μέσα]] σε [[υγρό]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἔνθρυπτα</i><br />[[είδος]] πίτας ή βουτήματος, κομμάτια ψωμιού βρεγμένα σε [[κρασί]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἔνθρυπτος]]<br />επίθ. του Απόλλωνος στην Αθήνα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔνθρυπτος:''' -ον ([[θρύπτω]]), θρυμματισμένος, [[τριμμένος]] και ριγμένος μέσα σε [[υγρό]]· <i>τὰ ἔνθρυπτα</i>, μουσκεμένο [[ψωμί]], [[παξιμάδι]], σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 22:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνθρυπτος Medium diacritics: ἔνθρυπτος Low diacritics: ένθρυπτος Capitals: ΕΝΘΡΥΠΤΟΣ
Transliteration A: énthryptos Transliteration B: enthryptos Transliteration C: enthryptos Beta Code: e)/nqruptos

English (LSJ)

ον,

   A crumbled and put into liquid: τὰ ἔ. sops or perh. a kind of cake, D.18.260, cf. SIG1016.4 (Iasos), Poll.6.77, Hsch. s.v. ἀττανίδες, AB250.    II Ἔνθρυπτος, title of Apollo at Athens, Hsch.

German (Pape)

[Seite 843] eingebrockt; τὸ ἔνθρυπτον, ein Backwerk, womit ἐνθρυμματίς zu vgl., Dem. 8, 260; B. A. 250 ψωμοὶ οἴνῳ βεβρεγμένοι, οἷς ἐπιχεῖται καὶ φακῆ ἁπλῶς. Vgl. Harpocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνθρυπτος: -ον, τὸ ἐνθρυβόμενον εἴς τι, τὰ ἔνθρυπτα (Δημ. 314. 1)· «τὰ ἐκ πεμμάτων, ἢ τὰ ἐνθρυβόμενα βρώματα, εἴδη πεμμάτων, ἔνιοι δὲ ταῖς τελεταῖς αὐτὰ προσοικειοῦσι καὶ Ἀπόλλων δὲ παρ’ Ἀθηναίοις Ἔνθρυπτος» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
émietté et plongé dans un liquide.
Étymologie: ἐν, θρύπτω.

Spanish (DGE)

-ον
1 gastron., gener. neutr. plu. subst. τὰ ἔνθρυπτα pasteles o bizcochos borrachos, empapados en vino μισθὸν λαμβάνων τούτων ἔνθρυπτα D.18.260, cf. Aristid.Or.3.665, Poll.6.77, en cont. relig. o ritual, ofrecidos a Zeus IIasos 220.4 (IV a.C.), en rituales de Démeter, Phot.ε 948
ofrecidos en las bodas a los recién casados, Hsch.s.u. λεκανίδες
tb. masc. ἔνθρυπτοι Hsch.s.u. ἀτταλίδες
tal vez ciertas gachas ἔνθρυπτα· ψωμοὶ οἴνῳ βεβρεγμένοι, οἷς ἐπιχεῖται καὶ φακῆ ἁπλῶς AB 250, cf. ἐναυλήματα.
2 al que se ofrendan pasteles epít. de Apolo en Atenas, Harp. y Hsch.s.u. ἔνθρυπτα, Phot.ε 947.

Greek Monolingual

ἔνθρυπτος, -ον (Α) θρυπτός
1. αυτός που διαλύεται μέσα σε υγρό
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἔνθρυπτα
είδος πίτας ή βουτήματος, κομμάτια ψωμιού βρεγμένα σε κρασί
3. το αρσ. ως ουσ. ἔνθρυπτος
επίθ. του Απόλλωνος στην Αθήνα.

Greek Monotonic

ἔνθρυπτος: -ον (θρύπτω), θρυμματισμένος, τριμμένος και ριγμένος μέσα σε υγρό· τὰ ἔνθρυπτα, μουσκεμένο ψωμί, παξιμάδι, σε Δημ.