ἐξαποβαίνω: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(12) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐξαποβαίνω]] (Α) [[αποβαίνω]]<br />αποβιβάζομαι («ἐξαπέβησαν ἑταῑροι [[νηός]]», <b>Ομ. Οδ.</b>). | |mltxt=[[ἐξαποβαίνω]] (Α) [[αποβαίνω]]<br />αποβιβάζομαι («ἐξαπέβησαν ἑταῑροι [[νηός]]», <b>Ομ. Οδ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξαποβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], [[βγαίνω]] έξω, αποβιβάζομαι, [[νηός]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:44, 30 December 2018
English (LSJ)
A step out of, νηός Od.12.306; νηὸς χέρσονδε A.R.3.199, etc.
German (Pape)
[Seite 871] (s. βαίνω), absteigen aus; νηός Od. 12, 306; Ap. Rh. 3, 199 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαποβαίνω: ἀποβαίνω ἔκ τινος, ἐξέρχομαι, ἐξαπέβησαν ἑταῖροι νηὸς Ὀδ. Μ. 306, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 199, κλ.
French (Bailly abrégé)
sortir de, descendre de, gén..
Étymologie: ἐξ, ἀποβαίνω.
English (Autenrieth)
only aor. 2, disembarked from; νηός, Od. 12.306†.
Spanish (DGE)
bajar de, desembarcar c. gen. ἐξαπέβησαν ἑταῖροι νηός Od.12.306, cf. A.R.3.199, 326, abs., A.R.4.246.
Greek Monolingual
ἐξαποβαίνω (Α) αποβαίνω
αποβιβάζομαι («ἐξαπέβησαν ἑταῑροι νηός», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
ἐξαποβαίνω: μέλ. -βήσομαι, βγαίνω έξω, αποβιβάζομαι, νηός, σε Ομήρ. Οδ.