ἐπαυχένιος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(13)
(4)
Line 13: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἐπαυχένιος]], -ον) [[αυχήν]]<br />αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] ή [[γύρω]] από τον αυχένα («[[ἐπαυχένιος]] [[ζυγός]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) <i>τὸ ἐπαυχένιον</i><br />[[δερμάτινη]] [[λωρίδα]] που αποτελεί [[τμήμα]] της σαγής του αλόγου ή του ημιόνου<br />β. <b>ναυτ.</b> <i>τὰ ἐπαυχένια</i><br />ξύλινα εξαρτήματα που χρησιμεύουν στο να συγκρατούν τα ξάρτια του πλοίου στη [[θέση]] τους.
|mltxt=(Α [[ἐπαυχένιος]], -ον) [[αυχήν]]<br />αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] ή [[γύρω]] από τον αυχένα («[[ἐπαυχένιος]] [[ζυγός]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) <i>τὸ ἐπαυχένιον</i><br />[[δερμάτινη]] [[λωρίδα]] που αποτελεί [[τμήμα]] της σαγής του αλόγου ή του ημιόνου<br />β. <b>ναυτ.</b> <i>τὰ ἐπαυχένια</i><br />ξύλινα εξαρτήματα που χρησιμεύουν στο να συγκρατούν τα ξάρτια του πλοίου στη [[θέση]] τους.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπαυχένιος:''' -ον ([[αὐχήν]]), αυτός που βρίσκεται πάνω ή αναφέρεται στον αυχένα, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 22:48, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 907] auf dem Nacken; ζυγόν Pin. P. 2, 93; κυνάγχη Rhian. 8 (VI, 34).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαυχένιος: -ον, (αὐχὴν) ὁ ἐπὶ τοῦ αὐχένος ἢ περὶ τὸν αὐχένα, ἐπαυχένιος ζυγὸς Πινδ. Π. 2. 172· ἐπαυχένιον κυνάγχαν Ἀνθ. Π. 6. 34.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui étreint le cou ou la gorge.
Étymologie: ἐπί, αὐχήν.

English (Slater)

ἐπαυχένιος
   1 on one's shoulders φέρειν δ' ἐλαφρῶς ἐπαυχένιον λαβόντα ζυγὸν ἀρήγει (P. 2.93)

Greek Monolingual

ἐπαυχένιος, -ον) αυχήν
αυτός που βρίσκεται πάνω ή γύρω από τον αυχένα («ἐπαυχένιος ζυγός», Πίνδ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. α) τὸ ἐπαυχένιον
δερμάτινη λωρίδα που αποτελεί τμήμα της σαγής του αλόγου ή του ημιόνου
β. ναυτ. τὰ ἐπαυχένια
ξύλινα εξαρτήματα που χρησιμεύουν στο να συγκρατούν τα ξάρτια του πλοίου στη θέση τους.

Greek Monotonic

ἐπαυχένιος: -ον (αὐχήν), αυτός που βρίσκεται πάνω ή αναφέρεται στον αυχένα, σε Ανθ.