ἐξεγγύησις: Difference between revisions
From LSJ
(12) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐξεγγύησις]], η (Α) [[εξεγγυώ]] [[εγγύηση]] για να αποφυλακιστεί [[κάποιος]]. | |mltxt=[[ἐξεγγύησις]], η (Α) [[εξεγγυώ]] [[εγγύηση]] για να αποφυλακιστεί [[κάποιος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξεγγύησις:''' -εως, ἡ, [[παροχή]] εγγύησης, σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:52, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A giving of bail or surety, esp. to take one out of prison, -ησιν ποιεῖν D.24.77.
German (Pape)
[Seite 874] ἡ, die Bürgschaft, bes. um Einen von der Hast zu befreien, Dem. 24, 77; vgl. Meier att. Proceß p. 521.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξεγγύησις: -εως, ἡ, ἐγγύησις ὑπέρ τινος, κυρίως ὅπως ἀπολυθῇ ἐκ τῆς εἱρκτῆς, «τὸ ἐξελέσθαι τινὰ δι’ ἐγγυητῶν καταστάσεως· Δημοσθένης ἐν τῷ κατὰ Τιμοκράτους (725. 10)» Ἁρποκρ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
caution, garantie.
Étymologie: ἐξεγγυάω.
Greek Monolingual
ἐξεγγύησις, η (Α) εξεγγυώ εγγύηση για να αποφυλακιστεί κάποιος.
Greek Monotonic
ἐξεγγύησις: -εως, ἡ, παροχή εγγύησης, σε Δημ.