ἐπίορκος: Difference between revisions

4
(13)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίορκος]], -ον)<br />αυτός που δίνει ψεύτικους όρκους («[[καίτοι]] [[σφόδρα]] γ’ εἴσ’ ἐπίορκοι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />αυτός που πάτησε τον όρκο του («ἐπάτησες τὸν ὅρκο σου... κ’ εἶσαι [[ἄπιστος]], ἐφίορκος, στὸν λιζιόν σου, ἀφέντη», Χρον. Mop.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βεβαιώθηκε ψεύτικα με όρκο («εἰ δέ τι τῶνδ’ ἐπίορκον ἐμοὶ θεοὶ ἄλγεα δοῑεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως επίρρ. στη [[φράση]]) «ἐπίορκον [[ὄμνυμι]]» — [[δίνω]] ψεύτικο όρκο, ορκίζομαι [[ψευδώς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιόρκως</i><br />με ψεύτικο όρκο, με τρόπο επίορκο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λόγω της ευρείας διαδόσεως του ρ. [[επιορκώ]] υποστηρίχθηκε ότι το (αρχαίο μεν, [[αλλά]] σπανιότερο) [[επίορκος]] δεν [[είναι]] το αρχικό, [[αλλά]] [[είναι]] [[υποχωρητικός]] (από το [[ρήμα]]) [[σχηματισμός]]. Επομένως, [[επίορκος]] <span style="color: red;"><</span> [[επιορκώ]] <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όρκος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[επιθυμώ]] - [[θυμός]], [[επιχειρώ]] - [[χειρ]]). Κατ’ άλλους, η ομηρική φρ. «επίορκον ομόσσαι» (απ’ όπου το [[επιορκώ]]) αποτελεί εσφαλμένη [[ερμηνεία]] του επικ. «επί δ’ όρκον ομόσσαι» «[[προσθέτω]] επί [[πλέον]] έναν όρκο». Σύμφωνα, [[τέλος]], με [[άλλη]] [[υπόθεση]], [[επίορκος]] [[είναι]] <i>ο επί όρκῳ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>βας</i> &GT; με [[βάση]] το [[χωρίο]] του Αρχιλόχου «<i>εφ</i>’ <i>ορκίοις έβη</i>»].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίορκος]], -ον)<br />αυτός που δίνει ψεύτικους όρκους («[[καίτοι]] [[σφόδρα]] γ’ εἴσ’ ἐπίορκοι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />αυτός που πάτησε τον όρκο του («ἐπάτησες τὸν ὅρκο σου... κ’ εἶσαι [[ἄπιστος]], ἐφίορκος, στὸν λιζιόν σου, ἀφέντη», Χρον. Mop.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βεβαιώθηκε ψεύτικα με όρκο («εἰ δέ τι τῶνδ’ ἐπίορκον ἐμοὶ θεοὶ ἄλγεα δοῑεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως επίρρ. στη [[φράση]]) «ἐπίορκον [[ὄμνυμι]]» — [[δίνω]] ψεύτικο όρκο, ορκίζομαι [[ψευδώς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιόρκως</i><br />με ψεύτικο όρκο, με τρόπο επίορκο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λόγω της ευρείας διαδόσεως του ρ. [[επιορκώ]] υποστηρίχθηκε ότι το (αρχαίο μεν, [[αλλά]] σπανιότερο) [[επίορκος]] δεν [[είναι]] το αρχικό, [[αλλά]] [[είναι]] [[υποχωρητικός]] (από το [[ρήμα]]) [[σχηματισμός]]. Επομένως, [[επίορκος]] <span style="color: red;"><</span> [[επιορκώ]] <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όρκος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[επιθυμώ]] - [[θυμός]], [[επιχειρώ]] - [[χειρ]]). Κατ’ άλλους, η ομηρική φρ. «επίορκον ομόσσαι» (απ’ όπου το [[επιορκώ]]) αποτελεί εσφαλμένη [[ερμηνεία]] του επικ. «επί δ’ όρκον ομόσσαι» «[[προσθέτω]] επί [[πλέον]] έναν όρκο». Σύμφωνα, [[τέλος]], με [[άλλη]] [[υπόθεση]], [[επίορκος]] [[είναι]] <i>ο επί όρκῳ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>βας</i> &GT; με [[βάση]] το [[χωρίο]] του Αρχιλόχου «<i>εφ</i>’ <i>ορκίοις έβη</i>»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίορκος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει ορκιστεί [[ψευδώς]], λέγεται για όρκους, σε Ομήρ. Ιλ.· ως ουσ., <i>ἐπίορκον ὀμνύναι</i>, το να παίρνει [[κάποιος]] ψευδή όρκο, να ορκίζεται [[κάποιος]] [[ψευδώς]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· [[αλλά]] επίσης, <i>ἐπ. ἐπώμοσε</i>, έδωσε ανωφελή όρκο, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[επίορκος]], [[ψευδομάρτυρας]], σε Ησίοδ., Ευρ. κ.λπ.
}}
}}