ἐπίφαντος: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπίφαντος]], -ον (A) [[επιφαίνω]]<br /><b>1.</b> [[φανερός]], [[ορατός]] («οὐχ οἰχομέναν ὑβρίζεις, άλλ’ ἐπίφαντον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[έκδηλος]], [[κατάδηλος]]. | |mltxt=[[ἐπίφαντος]], -ον (A) [[επιφαίνω]]<br /><b>1.</b> [[φανερός]], [[ορατός]] («οὐχ οἰχομέναν ὑβρίζεις, άλλ’ ἐπίφαντον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[έκδηλος]], [[κατάδηλος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπίφαντος:''' -ον (ἐπιφαίνομαι), αυτός που βρίσκεται στο φως, [[ζωντανός]], [[ζωηρός]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A in the light, alive, S.Ant.841 (lyr.); visible, manifest, Διοσκούρων ἐ. prob. in Poet. ap. Stob.1.1.31a.
German (Pape)
[Seite 999] sichtbar, noch am Leben, Ggstz οὐκ ὀλομένα, Soph. Ant. 834, Schol. ὁρωμένη καὶ ζῶσα.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίφαντος: -ον, (ἐπιφαίνομαι) ὁ ἐν φάει ὤν, ὁ ἐν τῷ φωτί, ὁ ζῶν, Σοφ. Ἀντ. 841, πρβλ. Valck Εὐρ. Φοιν. 1349.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
que l’on voit sur la terre, càd encore vivant.
Étymologie: ἐπιφαίνω.
Greek Monolingual
ἐπίφαντος, -ον (A) επιφαίνω
1. φανερός, ορατός («οὐχ οἰχομέναν ὑβρίζεις, άλλ’ ἐπίφαντον», Σοφ.)
2. έκδηλος, κατάδηλος.
Greek Monotonic
ἐπίφαντος: -ον (ἐπιφαίνομαι), αυτός που βρίσκεται στο φως, ζωντανός, ζωηρός, σε Σοφ.