ἐποδύρομαι: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐποδύρομαι]] (AM) [[οδύρομαι]]<br />[[θρηνώ]] για [[κάτι]] ή για κάποιον («μὴ εποδύρου μου, Μήτερ, καθορώσα εν τάφῳ»)·
|mltxt=[[ἐποδύρομαι]] (AM) [[οδύρομαι]]<br />[[θρηνώ]] για [[κάτι]] ή για κάποιον («μὴ εποδύρου μου, Μήτερ, καθορώσα εν τάφῳ»)·
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐποδύρομαι:''' [ῡ], αποθ., [[θρηνολογώ]] για [[κάτι]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐποδύρομαι Medium diacritics: ἐποδύρομαι Low diacritics: εποδύρομαι Capitals: ΕΠΟΔΥΡΟΜΑΙ
Transliteration A: epodýromai Transliteration B: epodyromai Transliteration C: epodyromai Beta Code: e)podu/romai

English (LSJ)

[ῡ],

   A bewail, AP7.10.7.

German (Pape)

[Seite 1006] darüber wehklagen, beweinen, Poll. 6, 201; Ep. ad. 482 (VII, 10).

Greek (Liddell-Scott)

ἐποδύρομαι: Ἀποθ., θρηνῶ ἐπί τινι, ἐπωδύραντο δὲ πέτραι Ἀνθ. Π. 7. 10.

French (Bailly abrégé)

se lamenter sur.
Étymologie: ἐπί, ὀδύρομαι.

Greek Monolingual

ἐποδύρομαι (AM) οδύρομαι
θρηνώ για κάτι ή για κάποιον («μὴ εποδύρου μου, Μήτερ, καθορώσα εν τάφῳ»)·

Greek Monotonic

ἐποδύρομαι: [ῡ], αποθ., θρηνολογώ για κάτι, σε Ανθ.