εὔδηλος: Difference between revisions
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔδηλος]], -ον)<br />ο εντελώς [[φανερός]], ο [[ολοφάνερος]] («εὔδηλόν ἐστί ὅτι...» — [[είναι]] ολοφάνερο ότι...)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ευδιάκριτος]] («[[εὔδηλος]] [[ρυθμός]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br />(«εὔδηλα γράμματα» — ευανάγνωστα).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[δήλος]] «[[φανερός]]»]. | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔδηλος]], -ον)<br />ο εντελώς [[φανερός]], ο [[ολοφάνερος]] («εὔδηλόν ἐστί ὅτι...» — [[είναι]] ολοφάνερο ότι...)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ευδιάκριτος]] («[[εὔδηλος]] [[ρυθμός]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br />(«εὔδηλα γράμματα» — ευανάγνωστα).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[δήλος]] «[[φανερός]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὔδηλος:''' -ον, [[ξεκάθαρος]], [[πασίδηλος]], [[ολοφάνερος]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>εὔδηλός</i> (<i>ἐστι</i>) <i>ποιῶν</i>, είναι ολοφάνερο σ' όλους αυτό που κάνει, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A quite clear, abundantly manifest, A.Pers.1009 (lyr.), etc.; εὔ. [ἐστὶ] κελεύων may be seen bidding... Ar.Ach.1130 (sed cod. R ἔνδηλος) ; ῥυθμός easily distinguishable, Arist.Pr.882b9; εὔ. γράμματα plainly legible, POxy.1100.3 (iii A.D.); εὔδηλόν [ἐστιν] ὅτι . . Pl.Plt.308d; φιλόσοφός τις εἶ—εὔδηλον Alex.135.11; ἐν εὐδήλῳ [ἐστί] Hp.de Arte9. Adv. -λως Plu. Thes.3.
German (Pape)
[Seite 1061] sehr sichtbar, wohl in die Augen fallend, πεπλήγμεθ', εὔδηλα γάρ, Aesch. Pers. 970; εὔδηλον ὅτι Plat. Polit. 308 d, wie Rep. IV, 491 c u. Folgde, Xen. Hell. 6, 1, 8; – c. partic., wie das simpl., Ar. Ach. 1130. – Adv. εὐδήλως, Plut. Thes. 3 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὔδηλος: -ον, ἐντελῶς φανερός, κατάδηλος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1009, κλ.· εὔδηλός ἐστι ποιῶν, εἶναι καταφανὴς τοῖς πᾶσι ποιῶν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1130· εὔδηλόν ἐστιν ὅτι... Πλάτ. Πολιτικ. 308D· φιλόσοφός τις εἶ ― εὔδηλον Ἄλεξις ἐν «Λίνῳ» 1. 11· ἐν εὐδήλῳ ἐστί Ἱππ. 6. 3· ἴδε ἐν λ. δῆλος. ― Ἐπίρ. -λως Πλουτ. Θησ. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait visible.
Étymologie: εὖ, δῆλος.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔδηλος, -ον)
ο εντελώς φανερός, ο ολοφάνερος («εὔδηλόν ἐστί ὅτι...» — είναι ολοφάνερο ότι...)
αρχ.
ευδιάκριτος («εὔδηλος ρυθμός», Αριστοτ.)
(«εὔδηλα γράμματα» — ευανάγνωστα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δήλος «φανερός»].
Greek Monotonic
εὔδηλος: -ον, ξεκάθαρος, πασίδηλος, ολοφάνερος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· εὔδηλός (ἐστι) ποιῶν, είναι ολοφάνερο σ' όλους αυτό που κάνει, σε Αριστοφ.