εὔπειστος: Difference between revisions
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔπειστος]], -ον και για πρόσωπα [[εὔπιστος]], -ον)<br />αυτός που πείθεται εύκολα, [[ευκολόπιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) αυτός που πείθει ή πιστεύεται εύκολα, ο [[πιθανός]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποδεικνύεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πειστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πείθω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[αμετάπειστος]], <i>δύσ</i>-<i>πειστος</i>]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[εὔπειστος]], -ον και για πρόσωπα [[εὔπιστος]], -ον)<br />αυτός που πείθεται εύκολα, [[ευκολόπιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) αυτός που πείθει ή πιστεύεται εύκολα, ο [[πιθανός]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποδεικνύεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πειστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πείθω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[αμετάπειστος]], <i>δύσ</i>-<i>πειστος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὔπειστος:''' -ον (πείθομαι), αυτός που εύκολα πείθεται, [[ευκολόπιστος]], σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (πείθομαι) of persons,
A easily persuaded, Arist.EN 1151b10. 2 easy to demonstrate, Id.LI969b22; easy to convince people of, S.Aj.151 (anap., v. l. εὔπιστ-).
German (Pape)
[Seite 1087] leicht zu überreden, gehorsam, folgsam, Arist. Eth. 7, 10. Bei Xen. Cyr. 1, 2, 12 u. Hipparch. 9, 3 wird jetzt εὔπιστος geschrieben, u. so ist auch Soph. Ai. 151 zu lesen, wo Herm. u. Lob. εὔπειστος vorziehen, was dann von Sachen gesagt wäre.
Greek (Liddell-Scott)
εὔπειστος: -ον, (πείθομαι) ἐπὶ προσώπων, εὐκόλως πειθόμενος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 9, 2: πρβλ. εὔπιστος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au sujet de quoi il est facile de persuader.
Étymologie: εὖ, πείθω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὔπειστος, -ον και για πρόσωπα εὔπιστος, -ον)
αυτός που πείθεται εύκολα, ευκολόπιστος
αρχ.
1. (για πράγματα) αυτός που πείθει ή πιστεύεται εύκολα, ο πιθανός
2. αυτός που αποδεικνύεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πειστος (< πείθω), πρβλ. αμετάπειστος, δύσ-πειστος].
Greek Monotonic
εὔπειστος: -ον (πείθομαι), αυτός που εύκολα πείθεται, ευκολόπιστος, σε Αριστ.