εὔλεκτρος: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔλεκτρος]], -ον (Α)<br />1) (για την [[Αφροδίτη]]) αυτός που παρέχει συζυγική [[ευτυχία]]<br /><b>2.</b> (για [[νύφη]]) ωραία («[[ἵμερος]] εὐλέκτρου νύμφας», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[λέκτρον]] «[[κλίνη]] (συζυγική)» (<span style="color: red;"><</span> [[λέχομαι]] «[[πλαγιάζω]]»)].
|mltxt=[[εὔλεκτρος]], -ον (Α)<br />1) (για την [[Αφροδίτη]]) αυτός που παρέχει συζυγική [[ευτυχία]]<br /><b>2.</b> (για [[νύφη]]) ωραία («[[ἵμερος]] εὐλέκτρου νύμφας», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[λέκτρον]] «[[κλίνη]] (συζυγική)» (<span style="color: red;"><</span> [[λέχομαι]] «[[πλαγιάζω]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔλεκτρος:''' -ον ([[λέκτρον]]), αυτός που προσφέρει, παρέχει συζυγική [[ευτυχία]], αυτός που ευλογεί τον γάμο, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 23:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔλεκτρος Medium diacritics: εὔλεκτρος Low diacritics: εύλεκτρος Capitals: ΕΥΛΕΚΤΡΟΣ
Transliteration A: eúlektros Transliteration B: eulektros Transliteration C: eylektros Beta Code: eu)/lektros

English (LSJ)

ον,

   A bringing wedded happiness, of Aphrodite, S.Tr.515 (lyr.), AP5.244 (Maced.).    2 a beauteous bride, S.Ant.796 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1078] mit schönem Bett; νύμφα, die schöne Braut, Soph. Ant. 791; Κύπρις, die ein schönes Ehebett gewährt, Tr. 513; so Maced. 7 (V, 245).

Greek (Liddell-Scott)

εὔλεκτρος: -ον, παρέχων συζυγικὴν εὐτυχίαν, ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης, Σοφ. Τρ. 515, Ἀνθ. Π. 5. 545 · ἐπὶ νύμφης, ὡραία, Σοφ. Ἀντ. 795.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 dont la couche est désirable;
2 propice aux hymens.
Étymologie: εὖ, λέκτρον.

Greek Monolingual

εὔλεκτρος, -ον (Α)
1) (για την Αφροδίτη) αυτός που παρέχει συζυγική ευτυχία
2. (για νύφη) ωραία («ἵμερος εὐλέκτρου νύμφας», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λέκτρον «κλίνη (συζυγική)» (< λέχομαι «πλαγιάζω»)].

Greek Monotonic

εὔλεκτρος: -ον (λέκτρον), αυτός που προσφέρει, παρέχει συζυγική ευτυχία, αυτός που ευλογεί τον γάμο, σε Σοφ.