εὐῶπις: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
(15)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐῶπις]], -ιδος, ἡ (Α)<br />αυτή που έχει ωραία μάτια, ωραία όψη («εὐώπιδα κούρην», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θηλυκό του <i>εύωψ</i> <b>βλ. λ.</b>].
|mltxt=[[εὐῶπις]], -ιδος, ἡ (Α)<br />αυτή που έχει ωραία μάτια, ωραία όψη («εὐώπιδα κούρην», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θηλυκό του <i>εύωψ</i> <b>βλ. λ.</b>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐῶπις:''' -ιδος, ἡ (ὤψ), αυτός που έχει ωραία [[εμφάνιση]], [[καλή]] όψη, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 23:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐῶπις Medium diacritics: εὐῶπις Low diacritics: ευώπις Capitals: ΕΥΩΠΙΣ
Transliteration A: euō̂pis Transliteration B: euōpis Transliteration C: evopis Beta Code: eu)w=pis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, (ὤψ)

   A fair-eyed, or fair to look on, εὐώπιδα κούρην Od. 6.113,142, h.Cer.333, cf. S.Tr.523 (lyr.), Pae.Erythr.13, Call.Dian. 204; εὐ. Σελάνα Pi.O.10(11).74: in later Prose, of Hera, Max.Tyr. 14.6.

German (Pape)

[Seite 1111] ιδος, ἡ, fem. zum Folgdn, mit schönen Augen, schönem Angesicht; εὐώπιδα κούρην Od. 6, 113; h. Cer. 333; Σελάνα Pind. Ol. 11, 77; Soph. Tr. 520 u. sp. D., wie Ap. Rh. 4, 1090.

Greek (Liddell-Scott)

εὐῶπις: -ιδος, ἡ (ὤψ), ἔχων ὡραίους ὀφθαλμοὺς ἢ ὡραῖος τὴν ὄψιν, εὐώπιδα κούρην Ὀδ. Ζ. 113. 142, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμητρ. 334, πρβλ. Σοφ. Τρ. 523· εὐῶπις Σελάνα Πινδ. Ο. 10 (11). 90· - ἀναγινωσκόμενον παρά τινων ὡς ἀρσεν. παρὰ τῷ Αἰλ. π. Ζ. 8. 12, πρβλ. Ἰακώψιον ἐν τόπω· ἴδε ἐν λέξ. εὐώψ.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f.
aux beaux yeux ou beau à voir.
Étymologie: εὖ, ὤψ.

English (Autenrieth)

ιδος (ὤψ): fair-faced. (Od.)

English (Slater)


   1 fair to look upon εὐώπιδος σελάνας ἐρατὸν φάος (O. 10.74)

Greek Monolingual

εὐῶπις, -ιδος, ἡ (Α)
αυτή που έχει ωραία μάτια, ωραία όψη («εὐώπιδα κούρην», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυκό του εύωψ βλ. λ.].

Greek Monotonic

εὐῶπις: -ιδος, ἡ (ὤψ), αυτός που έχει ωραία εμφάνιση, καλή όψη, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.