ἐχετλήεις: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐχετλήεις]], -εσσα, -εν (Α) [[εχέτλη]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[εχέτλη]] («ἐχετλήεντά τε γόμφον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).
|mltxt=[[ἐχετλήεις]], -εσσα, -εν (Α) [[εχέτλη]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[εχέτλη]] («ἐχετλήεντά τε γόμφον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐχετλήεις:''' -εσσα, -εν, αυτός που ανήκει σε [[λαβή]] αρότρου, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχετλήεις Medium diacritics: ἐχετλήεις Low diacritics: εχετλήεις Capitals: ΕΧΕΤΛΗΕΙΣ
Transliteration A: echetlḗeis Transliteration B: echetlēeis Transliteration C: echetlieis Beta Code: e)xetlh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A of an ἐχέτλη, γόμφος AP6.41 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1124] γόμφος, ὁ, Nagel am Pflugsterz, dieser selbst, Agath. 30 (VI, 41).

Greek (Liddell-Scott)

ἐχετλήεις: εσσα, εν, ἀνήκων εἰς ἐχέτλην, ἐχετλήεντά τε γόμφον Ἀνθ. Π. 6. 41.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
qui concerne le manche de charrue.
Étymologie: ἐχέτλη.

Greek Monolingual

ἐχετλήεις, -εσσα, -εν (Α) εχέτλη
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εχέτλη («ἐχετλήεντά τε γόμφον», Ανθ. Παλ.).

Greek Monotonic

ἐχετλήεις: -εσσα, -εν, αυτός που ανήκει σε λαβή αρότρου, σε Ανθ.