ἡρωϊκός: Difference between revisions
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
(Bailly1_2) |
(4) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />héroïque, de héros.<br />'''Étymologie:''' [[ἥρως]]. | |btext=ή, όν :<br />héroïque, de héros.<br />'''Étymologie:''' [[ἥρως]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἡρωϊκός:''' -ή, -όν ([[ἥρως]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αναφέρεται στον ήρωα, ο [[σχετικός]] με τον ήρωα, ο ηρωϊκός, σε Πλάτ. κ.λπ.·<br /><b class="num">II.</b> στη [[μετρική]], ἡρωϊκὸς [[στίχος]], ο [[ηρωικός]] [[στίχος]], [[δακτυλικός]] [[εξάμετρος]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:16, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 1176] heroisch, einem Heros eigen, ihn betreffend; φῦλον Plat. Crat. 398 e; εἰς τὴν ἡρωϊκὴν ἐπανῆκται τάξιν, unter die Zahl der Heroen versetzt, Dem. 60, 9, im Ggstz gegen die geschichtliche Zeit; ἀρετή Arist. Eth. 7, 1; Sp. – Bes. μέτρον, heroisches Versmaß, Hexameter, Arist. poet. 24; στίχες Plat. Legg. XII, 958 e. – Adv., ἡρωϊκῶς τελευτῆσαι, wie ein Held sterben, D. Sic. 2, 45.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
héroïque, de héros.
Étymologie: ἥρως.
Greek Monotonic
ἡρωϊκός: -ή, -όν (ἥρως),
I. αυτός που αναφέρεται στον ήρωα, ο σχετικός με τον ήρωα, ο ηρωϊκός, σε Πλάτ. κ.λπ.·
II. στη μετρική, ἡρωϊκὸς στίχος, ο ηρωικός στίχος, δακτυλικός εξάμετρος, στον ίδ.