ἤτοι: Difference between revisions
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
(16) |
(4) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἤτοι]])<br />(επεξηγηματικό [[μόριο]] = ἦ τοι) [[δηλαδή]], με άλλα [[λόγια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (βεβαιωτικό [[μόριο]] = ἦ τοι) βέβαια, [[αλήθεια]], [[πράγματι]]<br /><b>2.</b> ([[συχνά]] ως μεταβατικό στην [[αρχή]] προτάσεως ή περιόδου = ἦ τοι) [[τότε]] [[λοιπόν]] («[[ἤτοι]] ὅ γ' ὥς εἰπὼν κατ' ἄρ' ἕζετο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> ([[μετά]] από αντων., σύνδ. ή επίρρ.) <b>φρ.</b> α) «τὴν [[ἤτοι]]» — την οποία βέβαια, ως γνωστόν<br />β) «ἀλλ' [[ἤτοι]]», «ὀφρ' [[ἤτοι]]», «ἔνθ' [[ἤτοι]]», «ὡς [[ἤτοι]]» κ.λπ.<br />[[αλλά]] βέβαια, για να... βέβαια, όπου βέβαια, όπως βέβαια<br /><b>4.</b> (διαζευκτ. σύνδ. =ἤ τοι) ή [σ' αυτή την [[περίπτωση]] ακολουθεί στο δεύτερο [[μέρος]] της διάζευξης το ἤ ([[ἤτοι]]... <i>ἤ</i>), [[αλλά]] και αντιστρόφως (<i>ἤ</i>... [[ἤτοι]]) και στους μετγν. και [[ἤτοι]]... [[ἤτοι]]<br />ή... ή].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> βεβαιωτικό επίρρ. <i>ἦ</i> ή <i>ἤ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>τοι</i>]. | |mltxt=(Α [[ἤτοι]])<br />(επεξηγηματικό [[μόριο]] = ἦ τοι) [[δηλαδή]], με άλλα [[λόγια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (βεβαιωτικό [[μόριο]] = ἦ τοι) βέβαια, [[αλήθεια]], [[πράγματι]]<br /><b>2.</b> ([[συχνά]] ως μεταβατικό στην [[αρχή]] προτάσεως ή περιόδου = ἦ τοι) [[τότε]] [[λοιπόν]] («[[ἤτοι]] ὅ γ' ὥς εἰπὼν κατ' ἄρ' ἕζετο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> ([[μετά]] από αντων., σύνδ. ή επίρρ.) <b>φρ.</b> α) «τὴν [[ἤτοι]]» — την οποία βέβαια, ως γνωστόν<br />β) «ἀλλ' [[ἤτοι]]», «ὀφρ' [[ἤτοι]]», «ἔνθ' [[ἤτοι]]», «ὡς [[ἤτοι]]» κ.λπ.<br />[[αλλά]] βέβαια, για να... βέβαια, όπου βέβαια, όπως βέβαια<br /><b>4.</b> (διαζευκτ. σύνδ. =ἤ τοι) ή [σ' αυτή την [[περίπτωση]] ακολουθεί στο δεύτερο [[μέρος]] της διάζευξης το ἤ ([[ἤτοι]]... <i>ἤ</i>), [[αλλά]] και αντιστρόφως (<i>ἤ</i>... [[ἤτοι]]) και στους μετγν. και [[ἤτοι]]... [[ἤτοι]]<br />ή... ή].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> βεβαιωτικό επίρρ. <i>ἦ</i> ή <i>ἤ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>τοι</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἤτοι:'''<b class="num">I.</b> = ἦ [[τοι]], βέβαια, [[αλήθεια]], ασφαλώς, σε Ομήρ. Ιλ.· [[μετά]] το <i>ἀλλ' εἰ..</i>., και όμως, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> = ἤ [[τοι]], [[είτε]] στ' [[αλήθεια]], ή [[πράγματι]], ακολουθ. από το <i>ἤ</i>, ή ([[ἤτοι]]...ἤ), σε Ηρόδ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:20, 30 December 2018
English (LSJ)
I = ἦτοι, Il.18.446, Pi.O.2.3, etc. II = ἤ τοι, v. ἤ (A).
German (Pape)
[Seite 1178] entstanden aus ἦ τοι und aus ἤ τοι. – 1) Das aus ἦ τοι entstandene ἤτοι ist ursprünglich eine starke, durch das ἦ und durch das τοί, also doppelt (παραλλήλως) ausgedrückte Betheuerung, "wahrlich, wahrlich"; aber schon bei Hom., welcher dies ἤτοι oft gebraucht, ist die Bedeutung sehr abgeschwächt, indem es nur als Synonymum von μέν erscheint, auf ein nachfolgendes "aber" vorausdeutend; Odyss. 2, 224 ἤτοι ὅ γ' ἃς εἰπὼν κατ' ἄρ' ἕζετο, τοῖσι δ' ἀνέστη Μέντωρ, = ὅ γε μὲν ἃς εἰπὼν κ. τ. ἑ.; häufig mit μέν verbunden, παραλλήλως, Iliad. 11, 373 ἤτοι ὁ μὲν θώρηκα Ἀγαστρόφου αἴνυτο – ὁ δὲ τόξου πῆχυν ἄνελκεν. Die Abschwächung der Bedeutung spiegelt sich wieder in der Zusammenziehung zu einem Worte und der Ersetzung des stärkeren Accents, des Circumflex, durch den schwächeren, den Acut. Soll irgendwo die ursprüngliche betheuernde Bedeutung festgehalten werden, so muß man getrennt schreiben ἦ τοι. Oft steht das Wort an der ersten Stelle des Satzes; es wird aber auch nachgesetzt, z. B. einem Pronomen, Il. 2, 813. 4, 237 Od. 12, 86, wo dann noch häufig δέ eingeschoben wird, Il. 12, 141. 18, 378 Hes. O. 335 u. sonst; τόν ῥ' ἤτοι Il. 18, 237; auch einer Partikel nachgesetzt, bes. ἀλλ' ἤτοι, 1, 140 u. sehr häufig; ἔνθ' ἤτοι, Il. 16, 399. 463 Od. 3, 126. 141; ὄφρ' ἤτοι, Il. 23, 52 Od. 3, 419; ὡς ἤτοι, Od. 5, 24. 17, 157. – 2) Das andere ἤτοι ist aus dem disjunctiven ἤ und dem betheuernden τοί entstanden und hat disjunctive Bedeutung; es steht regelrecht nur im ersten Gliede, entsprechend dem Deutschen "entweder"; bei Hom. kommt dies ἤτοι noch gar nicht vor, vgl. Apoll. Lex. Hom. ed. Bekk. p. 85, 5 ἤτοι· καθ' Ὅμηρον μὲν ἰσοδυναμεῖ τῷ μέν συνδέσμῳ, "ἤτοι ὅ γ' ἃς εἰπών", παρὰ δὲ ἡμῖν καὶ ἄλλοις ποιηταῖς διαζευκτικὸς σύνδεσμος, ἤτοι στρατεύσεις ἢ μένων ἔσῃ κακός". Pind. u. Folgde; ἤτοι – ἤ Soph. Ant. 1167 Tr. 149; ἤτοι φιλοῦσά γε ἢ καί τι σιγῶσα Eur. Ion 431; ἀλλ' ἤτοι κεῖνόν γε ἀπόλλυσθαι ἢ σέ Her. 1, 11; καὶ αὐτοὶ ἤτοι κρίνομέν γε ἢ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα Thuc. 2, 40; ἤτοι κρύφα γε ἢ φανερῶς 6, 34; ἤτοι ἡδονῇ ἢ ὠφελείᾳ ἢ ἀμφοτέροις Plat. Gorg. 475 a. Selten entspricht sich ἤ – ἤτοι (Pind. N. 6, 8, verworfen B. A. 486, 311 u. ἤτοι – ἤτοι (einzeln bei Sp., wie Schol. Ap. Rh. 4, 1239. Vgl. zu Greg. Cor. p. 643). – Die Grammatiker brauchen ἤτοι häufig bei der Erkl. eines Wortes durch ein anderes, nämlich, das heißt, wie ἤγουν.
Greek (Liddell-Scott)
ἤτοι: I. = ἦ τοι. βεβαίως, ἀληθῶς, μόριον συχνάκις ἐν χρήσει παρ’ Ἐπικ., κυρίως πρὸς ἐπιβεβαίωσιν ἀληθείας τινὸς ἢ ἰσχυρισμοῦ, Ἰλ. Ζ. 56, Ὕμν. Ὁμηρικ εἰς Ἑρμῆν 368· ἀλλὰ συχνάκις ὡς μεταβατ. ἀπὸ μιᾶς προτάσεως εἰς ἄλλην· ὡσαύτως ἐν ἀρχῇ ἀποδόσεως, ἤτοι μὲν (μετὰ τὸ ὅτε), τότε ὄντως, Ἰλ. Γ. 213· μετὰ τὸ ἀλλ’ εἰ.., καὶ ὅμως, Π. 641. - Κυρίως ἐν ἀρχῇ περιόδου, ἤτοι ὅγ’ ὥς εἰπῶν Ἰλ. Β. 76, κτλ.· - ἀλλ’ ὅμως ὁ Ὅμηρος θέτει τὸ μόριον τοῦτο μετὰ μίαν ἢ δυὸ ἄλλας λέξεις· μετὰ ἀντωνυμίαν, τὴν ἤτοι Β. 813· τῶν ἤτοι Δ. 237· τῆς ἤτοι Ὀδ. Μ. 86· ὅποτε δύναται νὰ παρεμβληθῇ τὸ δέ, οἱ δ’ ἤτοι Ἰλ. Μ. 141, κτλ.· ἢ ῥά, ὡς, τὸν ῥ’ ἤτοι Σ. 237· - μετὰ σύνδεσμον, ἀλλ’ ἤτοι Α. 140, κτλ.· ἔνθ’ ἤτοι Π. 339, Ὀδ. Γ. 126, κτλ.· ὄφρ’ Ἰλ. Ψ. 52, Ὀδ. Γ. 419· ὡς ἤτοι Ε. 24· σπανιώτετρον, καὶ νῦν ἤτοι, νῦν δ’ ἤτοι Δ. 151, Ἰλ. Τ. 23, Herm. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 226. 2) παρὰ Γραμματ. μετ’ ἐπεξηγητικῆς ἐννοίας, ὡς τὸ ἤγουν, Λάτ. scilicet. II. = ἤ τοι, ἢ τῷ ὄντι.., κυρίως ἤτοι.., ἤ, ὡς ἐν Αἰσχύλ. Χο. 497, Σοφ. Ἀντ. 1142, Τρ. 150, Πλάτ. Φαίδωνι 68C, κτλ.· συχνάκις ὡσαύτως ἤτοι.... γε,... ἢ … Ἡρόδ. 1. 11, κτλ., πρβλ. Θουκ. 2. 40, κτλ.· - τὸν ἀντίστροφον τύπον ἢ..., ἤτοι.., ἀποδοκιμάζει ὁ Ἀπολλών. ἐν Α. Β. 486, ἀλλ’ ἁπαντᾷ ἐν Πινδ. Ν. 6. 8, Ἀποσπ. 103· - ὡσαύτως ἤτοι..., ἤ τοι..., ἀντὶ ἤ.., ἤ.., παρὰ μεταγενεστέρ. συγγραφ. ὡς Γαλην., πρβλ. Schäf. Γρηγ. Κορ. σ. 643.
French (Bailly abrégé)
1 adv. c. ἦ τοι : certes, assurément, en vérité;
2 conj. c. ἤ τοι : ou en vérité.
Étymologie: ἤ, τοι.
English (Autenrieth)
(ἦ τοι): verily, to be sure, particle of asseveration (see ἦ), and antithesis, not always to be translated; in correlation ἤτοι.. αὐτάρ differs from μὲν.. δέ only in so far as disyllabic and initial words must necessarily have more weight than monosyllabic and postpositive ones. As αὐτάρ, q. v., often correlates to μέν, so ἤτοι may be followed by δέ, Il. 1.68, and often. Freq. ἀλλ' ἤτοι, also ἤτοι μέν, Il. 1.140, 211, Il. 16.451.
English (Slater)
ἤτοι
1 = ἦ τοι, emphatic, introducing sentence.
a ἤτοι τό τε θεσπέσιον Φόρκοἰ ἀμαύρωσεν γένος (P. 12.13) ἤτοι μεταίξαις σε καὶ νῦν τεὸς μάτρως ἀγάλλει (N. 5.43)
b ἤτοι καί. ἤτοι καὶ ὁ καρτερὸς ὁρμαίνων ἕλε Βελλεροφόντας (O. 13.84) ἤτοι καὶ ἐγὼ σκόπελον ναίων διαγινώσκομαι μὲν ἀρεταῖς (Pae. 4.21) υἱὲ Φιλάνορος, ἤτοι καὶ τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν (O. 12.13)
c ἤτοι μέν. ἤτοι Πίσα μὲν Διός (O. 2.3)
d ἤτοι γε. ἤτοι βροτῶν γε κέκριται πεῖρας οὔ τι θανάτου (O. 2.30)
2 = ἤ τοι
a in anacoluthon, alternative suppressed. ἐκ δὲ τελευτάσει νιν ἤτοι σάμερον δαίμων, τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτόν, ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος (others expll. ἦ τοι emphasizing σάμερον) (P. 12.29)
b ἤ ἤτοι. ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι φύσιν ἀθανάτοις (N. 6.5) cf. Bekker, Anec. Gr., s. v. ἤτοι· οὐκ ἄρχον, ἀλλ' ὑποτασσόμενον. Πίνδαρος Θρήνοις fr. 138, quod ad (N. 6.5) spectare censuit Boeckh, cll. Th. Mag., ecl., s. v. ἤτοι (ἐν Πινδάρῳ ἅπαξ.)
English (Strong)
from ἤ and τοί; either indeed: whether.
Greek Monolingual
(Α ἤτοι)
(επεξηγηματικό μόριο = ἦ τοι) δηλαδή, με άλλα λόγια
αρχ.
1. (βεβαιωτικό μόριο = ἦ τοι) βέβαια, αλήθεια, πράγματι
2. (συχνά ως μεταβατικό στην αρχή προτάσεως ή περιόδου = ἦ τοι) τότε λοιπόν («ἤτοι ὅ γ' ὥς εἰπὼν κατ' ἄρ' ἕζετο», Ομ. Ιλ.)
3. (μετά από αντων., σύνδ. ή επίρρ.) φρ. α) «τὴν ἤτοι» — την οποία βέβαια, ως γνωστόν
β) «ἀλλ' ἤτοι», «ὀφρ' ἤτοι», «ἔνθ' ἤτοι», «ὡς ἤτοι» κ.λπ.
αλλά βέβαια, για να... βέβαια, όπου βέβαια, όπως βέβαια
4. (διαζευκτ. σύνδ. =ἤ τοι) ή [σ' αυτή την περίπτωση ακολουθεί στο δεύτερο μέρος της διάζευξης το ἤ (ἤτοι... ἤ), αλλά και αντιστρόφως (ἤ... ἤτοι) και στους μετγν. και ἤτοι... ἤτοι
ή... ή].
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεβαιωτικό επίρρ. ἦ ή ἤ + τοι].
Greek Monotonic
ἤτοι:I. = ἦ τοι, βέβαια, αλήθεια, ασφαλώς, σε Ομήρ. Ιλ.· μετά το ἀλλ' εἰ..., και όμως, στο ίδ.
II. = ἤ τοι, είτε στ' αλήθεια, ή πράγματι, ακολουθ. από το ἤ, ή (ἤτοι...ἤ), σε Ηρόδ. κ.λπ.