ἰοστέφανος: Difference between revisions
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
(17) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰοστέφανος]], -ον)<br />[[τόπος]] ή [[πράγμα]] που έχει μενεξεδένιες αποχρώσεις (α. «τα ιοστέφανα βουνά της Αττικής» β. «ιοστέφανα [[άνθη]]», Παλαμ.<br />γ. «ἰοστεφάνοις Ἀθήναις», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(ποιητ. κοσμητ. επίθ. της Αφροδίτης, τών Μουσών <b>κ.λπ.</b>) [[στεφανωμένος]] με ία, [[ιοστεφής]] («ὑμᾱς... ἰοστεφάνους ἐκάλουν», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴον</i> <span style="color: red;">+</span> -[[στέφανος]] (<span style="color: red;"><</span> [[στέφανος]] <span style="color: red;"><</span> [[στέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αλι</i>-<i>στέ</i>-<i>φανος</i>, <i>χρυσο</i>-[[στέφανος]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἰοστέφανος]], -ον)<br />[[τόπος]] ή [[πράγμα]] που έχει μενεξεδένιες αποχρώσεις (α. «τα ιοστέφανα βουνά της Αττικής» β. «ιοστέφανα [[άνθη]]», Παλαμ.<br />γ. «ἰοστεφάνοις Ἀθήναις», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(ποιητ. κοσμητ. επίθ. της Αφροδίτης, τών Μουσών <b>κ.λπ.</b>) [[στεφανωμένος]] με ία, [[ιοστεφής]] («ὑμᾱς... ἰοστεφάνους ἐκάλουν», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴον</i> <span style="color: red;">+</span> -[[στέφανος]] (<span style="color: red;"><</span> [[στέφανος]] <span style="color: red;"><</span> [[στέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αλι</i>-<i>στέ</i>-<i>φανος</i>, <i>χρυσο</i>-[[στέφανος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἰοστέφᾰνος:''' -ον, αυτός που [[φορά]] [[στεφάνι]] από μενεξέδες, σε Ομηρ. Ύμν., Σόλωνα κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A violet-crowned, epith. of Aphrodite, h.Hom.6.18, Sol.19.4; of the Muses, Thgn.250; esp. of Athens, Pi.Fr.76, cf. B.5.3, Ar.Ach.637, Eq.1323.
German (Pape)
[Seite 1256] dasselbe; Aphrodite, H. h. 5, 18, wie Sol. bei Plut. Sol. 26; Musen, Theogn. 250; Ἀθῆναι, Pind. trg. 46; Ar. Equ. 1334 Ach. 645.
Greek (Liddell-Scott)
ἰοστέφᾰνος: -ον, φορῶν στέμμα ἐξ ἴων, ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Ὁμ. Ὕμν. 5. 18, Σόλων 11. 4˙ τῶν Μουσῶν, Θέογν. 250˙ τῶν Χαρίτων, Ἀνθ. Π. 8. 127˙ ἰδίως τῶν Ἀθηνῶν, Πινδ. Ἀποσπ. 46, πρβλ. πρὸ πάντων Ἀριστοφ. Ἀχ. 637, Ἱππ. 1323.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
couronné de violettes.
Étymologie: ἴον, στέφανος.
English (Slater)
ῐοστέφᾰνος, -ον
1 crowned with violets met. ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι Ἀθᾶναι fr. 76. 1.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἰοστέφανος, -ον)
τόπος ή πράγμα που έχει μενεξεδένιες αποχρώσεις (α. «τα ιοστέφανα βουνά της Αττικής» β. «ιοστέφανα άνθη», Παλαμ.
γ. «ἰοστεφάνοις Ἀθήναις», Αριστοφ.)
αρχ.
(ποιητ. κοσμητ. επίθ. της Αφροδίτης, τών Μουσών κ.λπ.) στεφανωμένος με ία, ιοστεφής («ὑμᾱς... ἰοστεφάνους ἐκάλουν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -στέφανος (< στέφανος < στέφω), πρβλ. αλι-στέ-φανος, χρυσο-στέφανος.
Greek Monotonic
ἰοστέφᾰνος: -ον, αυτός που φορά στεφάνι από μενεξέδες, σε Ομηρ. Ύμν., Σόλωνα κ.λπ.