ἰσόπαις: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσόπαις]], -δος, ό, ἡ (Α)<br />όμοιος με [[παιδί]] ή με [[ιδιότητα]] παιδιού («ἰσχὺν ἰσόπαιδα» — [[δύναμη]] όμοια με τη [[δύναμη]] παιδιού, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>παῑς</i>].
|mltxt=[[ἰσόπαις]], -δος, ό, ἡ (Α)<br />όμοιος με [[παιδί]] ή με [[ιδιότητα]] παιδιού («ἰσχὺν ἰσόπαιδα» — [[δύναμη]] όμοια με τη [[δύναμη]] παιδιού, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>παῑς</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰσόπαις:''' -δος, ὁ, ἡ, [[ίσος]] με [[παιδί]], δηλ. [[εξίσου]] [[αδύνατος]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 23:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόπαις Medium diacritics: ἰσόπαις Low diacritics: ισόπαις Capitals: ΙΣΟΠΑΙΣ
Transliteration A: isópais Transliteration B: isopais Transliteration C: isopais Beta Code: i)so/pais

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A like a child, as of a child, ἰσχύς A.Ag.75 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1265] παιδος, einem Knaben gleich, ἰσχύς Aesch. Ag. 75.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόπαις: -δος, ὁ, ἡ, ἰσχὺν ἰσόπαιδα, ἰσχὺν ὁμοίαν τῇ ἰσχύϊ παιδίου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 74.

French (Bailly abrégé)

παιδος (ὁ, ἡ)
d’enfant (propr. égal à un enfant).
Étymologie: ἴσος, παῖς.

Greek Monolingual

ἰσόπαις, -δος, ό, ἡ (Α)
όμοιος με παιδί ή με ιδιότητα παιδιού («ἰσχὺν ἰσόπαιδα» — δύναμη όμοια με τη δύναμη παιδιού, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + παῑς].

Greek Monotonic

ἰσόπαις: -δος, ὁ, ἡ, ίσος με παιδί, δηλ. εξίσου αδύνατος, σε Αισχύλ.