Ἰνώ: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦς (ἡ) :<br />Ino.
|btext=οῦς (ἡ) :<br />Ino.
}}
{{lsm
|lsmtext='''Ἰνώ:''' [ῑ], -όος, συνηρ. -οῦς, ἡ, Ινώ, [[κόρη]] του Κάδμου, που λατρευόταν σαν [[θεότητα]] της θάλασσας με το όνομα [[Λευκοθέα]], σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.
}}
}}

Revision as of 23:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἰνώ Medium diacritics: Ἰνώ Low diacritics: Ινώ Capitals: ΙΝΩ
Transliteration A: Inṓ Transliteration B: Inō Transliteration C: Ino Beta Code: *)inw/

English (LSJ)

[ῑ], όος contr. οῦς, ἡ, Ino, daughter of Cadmus, worshipped as a sea-goddess by the name of Leucothea, Od.5.333, Hes.Th.976, Alcm.84, Pi.O.2.30, etc.: prov.,

   A Ἰνοῦς ἄχη Zen.4.38.

Greek (Liddell-Scott)

Ἰνώ: ῑ, όος, συνῃρ. οῦς, θυγάτηρ τοῦ Κάδμου, λατρευομένη ὡς θεὰ τῆς θαλάσσης ὑπὸ τὸ ὄνομα Λευκοθέα, Ὀδ. Ε. 333. Ἡσ. Θ. 976, Πίνδ., κλ.· - παροιμ., Ἰνοῦς ἄχη Ζηνόβιος (παρὰ Παροιμιογρ. 4. 38).

French (Bailly abrégé)

οῦς (ἡ) :
Ino.

Greek Monotonic

Ἰνώ: [ῑ], -όος, συνηρ. -οῦς, ἡ, Ινώ, κόρη του Κάδμου, που λατρευόταν σαν θεότητα της θάλασσας με το όνομα Λευκοθέα, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.