κάγχρυς: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(18)
(5)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κάγχρυς]], -υος, ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κάχρυς]].
|mltxt=[[κάγχρυς]], -υος, ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κάχρυς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κάγχρυς:''' μεταγεν. [[τύπος]] του [[κάχρυς]].
}}
}}

Revision as of 23:32, 30 December 2018

French (Bailly abrégé)

c. κάχρυς.

Greek Monolingual

κάγχρυς, -υος, ὁ (Α)
βλ. κάχρυς.

Greek Monotonic

κάγχρυς: μεταγεν. τύπος του κάχρυς.