καλαμοστεφής: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
(18) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καλαμοστεφής]], -ές (Α)<br />καλαμοστεφανωμένος, αυτός που έχει στεφθεί ή έχει καλυφθεί με καλάμια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλαμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στέφος]], <i>τὸ</i> <span style="color: red;"><</span> [[στέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιχθυ</i>-<i>στεφής</i>, <i>ροδο</i>-<i>στεφής</i>]. | |mltxt=[[καλαμοστεφής]], -ές (Α)<br />καλαμοστεφανωμένος, αυτός που έχει στεφθεί ή έχει καλυφθεί με καλάμια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλαμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στέφος]], <i>τὸ</i> <span style="color: red;"><</span> [[στέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιχθυ</i>-<i>στεφής</i>, <i>ροδο</i>-<i>στεφής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κᾰλᾰμοστεφής:''' -ές ([[στέφω]]), καλυμμένος από [[καλάμι]], σε Βατραχομ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A covered with reed, βύρσαι Batr.127.
German (Pape)
[Seite 1307] ές, mit Rohr bekränzt, bedeckt, Batrach. 127.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
couronné ou couvert de roseaux.
Étymologie: κάλαμος, στέφω.
Greek Monolingual
καλαμοστεφής, -ές (Α)
καλαμοστεφανωμένος, αυτός που έχει στεφθεί ή έχει καλυφθεί με καλάμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -στεφής (< στέφος, τὸ < στέφω), πρβλ. ιχθυ-στεφής, ροδο-στεφής].
Greek Monotonic
κᾰλᾰμοστεφής: -ές (στέφω), καλυμμένος από καλάμι, σε Βατραχομ.