κασία: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
(19)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κασσία]] και κά(σ)σια, η (AM [[κασία]], Α και [[κασσία]] και ιων. τ. κασίη)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] [[φυτών]], [[πολλά]] από τα οποία [[είναι]] φαρμακευτικά ή κοσμητικά<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[φυτό]] κινάμωμο, που ο [[φλοιός]] και οι καρποί του [[είναι]] αρωματικοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. ανατολικής προελεύσεως που συνδέεται με εβρ. <i>q</i><sup>e</sup><i>s</i><i>ī</i><i>’</i><i>ā</i><i>h</i>, ασσυρ. <i>kasia</i>].
|mltxt=και [[κασσία]] και κά(σ)σια, η (AM [[κασία]], Α και [[κασσία]] και ιων. τ. κασίη)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] [[φυτών]], [[πολλά]] από τα οποία [[είναι]] φαρμακευτικά ή κοσμητικά<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[φυτό]] κινάμωμο, που ο [[φλοιός]] και οι καρποί του [[είναι]] αρωματικοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. ανατολικής προελεύσεως που συνδέεται με εβρ. <i>q</i><sup>e</sup><i>s</i><i>ī</i><i>’</i><i>ā</i><i>h</i>, ασσυρ. <i>kasia</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰσία:''' Ιων. -ίη, ἡ, αραβικό [[μπαχαρικό]] όπως το κίμινο άλλα κατώτερης ποιότητας, σε Ηρόδ. (ξεν. [[λέξη]]).
}}
}}

Revision as of 23:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰσία Medium diacritics: κασία Low diacritics: κασία Capitals: ΚΑΣΙΑ
Transliteration A: kasía Transliteration B: kasia Transliteration C: kasia Beta Code: kasi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A cassia, Cinnamomum iners, Sapph.Supp.20c.2, Hdt.2.86, 3.110, Thphr.HP9.4.2, Od.30, OGI214.59 (Branchidae, iii B.C.), etc.; λίβανον εὐώδεις τε φοίνικας κασίαν τε... τέρενα Συρίας σπέρματα Melanipp.1, cf. Mnesim.4.58. (Cf. Hebr. qē[snull ]ìāh, Assyr. kasia: sts. written κασσία, as in Dsc.1.13, Str.16.4.25, cf. κασσίζω.)

German (Pape)

[Seite 1333] ἡ, = κασσία, Her.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰσία: Ἰων.-ίη, ἡ, ἄρωμά τι ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ κινναμώμου ἀλλὰ κατωτέρας ποιότητος κομιζόμενον ἐκ τῆς Ἀραβίας, Ἡρόδ. 2. 86., 3. 110· λίβανον εὐώδεις τε φοίνικας κασίαν τε…, τέρενα Συρίας σπέρματα Μελανιππίδ. Ἀποσπ. 1, πρβλ. Μνησίμ. ἐν «Ἱπποστρόφῳ» 1. 58· κασία μετὰ κινναμώμου, λιβανωτοῦ καὶ μύρρας εἶναι μεταξὺ τῶν δώρων τῶν φερομένων εἰς τὸ ἐν Βραγχίδαις μαντεῖον τοῦ Διδυμέως Ἀπόλλωνος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2852. 59, πρβλ. κασιοβόρος, ξυλοκασία, συριγγίς. (Σημιτικὴ λέξις ἴδε κιννάμωμον). Ἐνίοτε φέρεται διὰ δύο σ, κασσία, πρβλ. κασσίζω· ἀλλὰ casia παρὰ Λατ. ποιηταῖς καὶ τὸ κασιόπνους παρὰ τῷ Ἀντιφάν. ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 14 ἀπαιτοῦσιν ᾰ, ἄρα γραπτέον διὰ τοῦ ἁπλοῦ σ.

French (Bailly abrégé)

mieux que κασσία, ας (ἡ) :
laurier-casse ou faux cannelier, arbre ; fausse cannelle ou casse, écorce de cet arbre.
Étymologie: DELG emprunt sémit.

Spanish

casia

Greek Monolingual

και κασσία και κά(σ)σια, η (AM κασία, Α και κασσία και ιων. τ. κασίη)
νεοελλ.
γένος φυτών, πολλά από τα οποία είναι φαρμακευτικά ή κοσμητικά
μσν.-αρχ.
το φυτό κινάμωμο, που ο φλοιός και οι καρποί του είναι αρωματικοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. ανατολικής προελεύσεως που συνδέεται με εβρ. qesīāh, ασσυρ. kasia].

Greek Monotonic

κᾰσία: Ιων. -ίη, ἡ, αραβικό μπαχαρικό όπως το κίμινο άλλα κατώτερης ποιότητας, σε Ηρόδ. (ξεν. λέξη).