καλλιφωνία: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[καλλιφωνία]]) [[καλλίφωνος]]<br /><b>1.</b> η [[γλυκύτητα]] του ήχου ή της προφοράς, η ωραία [[φωνή]]<br /><b>2.</b> η [[ευφωνία]].
|mltxt=η (AM [[καλλιφωνία]]) [[καλλίφωνος]]<br /><b>1.</b> η [[γλυκύτητα]] του ήχου ή της προφοράς, η ωραία [[φωνή]]<br /><b>2.</b> η [[ευφωνία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καλλιφωνία:''' ἡ, μελωδικότητα φωνής, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 23:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐφωνία Medium diacritics: καλλιφωνία Low diacritics: καλλιφωνία Capitals: ΚΑΛΛΙΦΩΝΙΑ
Transliteration A: kalliphōnía Transliteration B: kalliphōnia Transliteration C: kallifonia Beta Code: kallifwni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A beauty of sound or pronunciation, D.H.Rh.1.5, 4.1, Luc.Pisc.22.    2 Gramm., euphony, D.T. (Suppl.) 675.14.

German (Pape)

[Seite 1311] ἡ, schöne Sprache, Wohllaut; D. Hal. rhet. 1, 5 Luc. Pisc. 22 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιφωνία: ἡ, ὡς τὸ εὐφωνία, ἀντίθ. τῷ κακοφωνία καὶ δυσφωνία, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 1. 5., 4. 1, Λουκ. Ἁλ. 22. 2) λαμπρότης φωνῆς Ἐπιφάν. 1. 564Α.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
belle voix, son agréable.
Étymologie: καλλίφωνος.

Greek Monolingual

η (AM καλλιφωνία) καλλίφωνος
1. η γλυκύτητα του ήχου ή της προφοράς, η ωραία φωνή
2. η ευφωνία.

Greek Monotonic

καλλιφωνία: ἡ, μελωδικότητα φωνής, σε Λουκ.